Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της  . 

 

Τα ανέκδοτα της Λευτέρως

Η νέα της Οικογένεια

     

 Σας παρακαλώ, ελάτε μαζί μου. Θα πάμε στη Γεράνεια, στο σπίτι της θείας μου της Λευτέρως και του μπάρμπα Χαρίση τ' Παπα-Τύπα.

 

  Ο πόλεμος του '40 τους βρήκε με τρία παιδιά, την Αναστασία, την Πούλω (Δεσπούλω<Δέσποινα), και τον Τασιούλη (Αναστάσιο). Στη δεκαετία του '40 απέκτησαν άλλα 2, τη Νούλα (Στεριανούλα< Στεριάνω) και το Θεόδωρο. Το 1951 ήρθε και ο Νικόλας. Τόσα τους έδωσε ο θεός. Ζωή να' χουν!

            Ζούσαν σε μια προσθήκη σπιτιού με κατώι κάτω για τα βαένια, το καδί[1] με την αρμιά,[2] τις ρακόσταμνες, το πουστάβι κι όλα τα χάλκινα σκεύη για το νοικοκυριό από τη μια μεριά κι από την άλλη το αλεύρι, το σιτάρι, τα τυριά, τη λίγδα, τα πέτουρα, τον τραχανά, τους χουκάδες[3] με τα πετιμέζια και τα γλυκά. Κρεμασμένα στα πατώξυλα[4] χίλια δυο σακούλια με το τσάι του βουνού, το χαμομήλι (πασκαλούδα) τα στεγνά λάπατα (άγρια πράσινα λάχανα) , το δυόσμο, τη μέντα, την αγριορίγανη κι άλλα βότανα για τις αρρώστιες και τα κρύα του χειμώνα.

Το Φθινόπωρο κρεμούσαν στα πατώξυλα σταφύλια, κυδώνια και ρόδια. Σε μέρη ασφαλή από τους ποντικούς φύλαγαν αμύγδαλα και καρύδια για τα σαλιάρια και τα άλλα γλυκίσματα. Στα καλάθια είχαν στεγνά τζέρτζιλα[5], γκόρτσα[6] και ντομάτες.

Πάνω ήταν η μισιά (μεσιά-σάλα), δυο δωμάτια κι ένα κελάρι, όλα αυτά κολλητά στο πατρικό του μπάρμπα-Χαρίση, όπου ζούσε ο παππούς Αναστάσιος Τύπας, η γιαγιά Αναστασία και η 7μελής οικογένεια του Αργύρη, του μεγαλύτερου γιου τους.

Όλα τα άλλα κοινά και αδιαίρετα.  Έμπαινες στην αυλή   από τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα. Αριστερά ο σπιτικός φούρνος, ξακουστός σε όλη τη γειτονιά. Τα μυστικά του τα ήξερε η μεγάλη συννυφάδα, η Αργύραινα. Δασκάλεψε καλά και τη Λευτέρω και είχε πρώτης τάξεως βοηθό. Από τα ροδοκοκκινισμένα ψωμιά, τις φουρφουρένιες[7] πίτες, το ρεβυθένιο ψωμί και τις κουλούρες μοσχοβολούσε η γειτονιά. Από τα φαγητά που ψήνονταν στο ταψί ή στον ταβά[8] δοκίμαζαν και οι περαστικοί. Για  μας τους μικρούς θαμώνες ήταν απόλαυση οι ζεστές ξεροψημένες φουρνιτάρες[9], τα ψημένα κυδώνια, οι καλοψημένες ρόκες[10] και οι πατάτες. Τα Χριστούγεννα οι κουλιαντίνις[11], τα μουστουκούλουρα και τα σαλιάρια, την Πρωτοχρονιά οι Βασιλόπιτες, τα Φώτα οι κολοκυθόπιτες, τις Αποκριές τα κουλουριαστά σαραϊλιά και οι μπακλαβάδες και τις ονομαστικές γιορτές οι κουραμπιέδες κι άλλοτε παντεσπάνια και ρεβανιά έδιναν με τις μυρουδιές τους το στίγμα των ημερών, την ευχάριστη και ζεστή από αγάπη οικογενειακή ατμόσφαιρα και γίνονταν και τ' ατζέτσια (έθιμα).

Δίπλα στο φούρνο το μαγειριό με τη μεγάλη πετρόχτιστη κούχνη[12]  όπου άναβαν φωτιά και μαγείρευαν, έβραζαν στα χαρανιά[13] το σταχτόνερο  και χρησιμοποιούσαν ζεστό νερό για τη μπουγάδα των ρούχων, έκαναν γλυκά του κουταλιού στους ταβάδες, έδεναν το μούστο[14] για τη μουστόπιτα, το πετιμέζι και τα ιτζιούκια, έλιωναν το χοιρινό για να πάρουν το λίπος του (τη λίγδα) για μαγειρική χρήση και έκαναν τόσες άλλες δουλειές. Έψηναν (καβούρδιζαν) ακόμη σε ντουλάπ [15] σπειριά από καφέ, ρεβύθια ή κριθάρι, για να έχουν μονάτο[16] καφέ για τους γάμους και τα μνημόσυνα  και καφέ κριθαρίσιο ή ρεβυθίσιο ή  και ανάμεικτο  για καθημερινή χρήση. Με άλλα λόγια το μαγειριό ήταν  το βασίλειο της Λευτέρως  και της  Αργύραινας, αλλά και κάθε Σιατιστινής  νοικοκυράς στις παλιότερες εποχές.

Όλα γίνονταν με σειρά και νοικοκυριό κι ο τόπος έλαμπε από γύρω. Από το πρωί στάχτωναν[17] απ' έξω τις μπακιρένιες[18] κατσαρόλες για να μη μαυρίσουν, άναβαν καλά τη φωτιά κι ετοίμαζαν, με περισσή προσοχή και τέχνη μαγειρική, το φαγητό της ημέρας, πάντα λιγοστό, φτωχικό και στερημένο, όμως νοστιμότατο κι αξέχαστο ως τώρα για  όλους εμάς που το γευτήκαμε τότε.

Όταν γύριζαν οι άνδρες από τη δουλειά, έστρωναν το υφαντό τραπεζομάντιλο (τον τράπεζο)  στο σοφρά , μπροστά στο τζάκι στο χειμωνιάτικο οντά και σέρβιραν σε μια μεγάλη σουπιέρα το φαγητό για όλους. Όταν έπρεπε  να το προσφέρουν χωριστά,  πάντα άρχιζαν από τον παππού,  τη γιαγιά, μετά τους άνδρες και τέλος τα παιδιά. Ο παππούς σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές το στρογγυλό ψωμί (το πλαστό) από την κάτω πλευρά του προφέροντας την ευχή: «Ου θός να τ' αυγαταίνει κι ολοι να χορταίν», το έκοβε και μοίραζε τις φέτες σε όλους με τη σειρά κι ανάλογα με την ηλικία τους.

Έκαναν όλοι το σταυρό τους  και άρχιζαν βιαστικά, γιατί «η πείνα μάτια δεν έχει». Ο παππούς και οι άνδρες έπιναν μαύρο κρασί ρομπολίσιο ή μπρούσκο, ευφραίνονταν κι εύχονταν: «κι σην πέτρα να φτρωνει». Για τις νύφες δεν υπήρχε θέση στο τραπέζι, ούτε στο τζάκι, ούτε στη φωτιά.

-Φάτσι κι σεις,  τους έλεγαν οι άνδρες τους.

- Υστσιρότσιρα ιμείς, απαντούσαν εκείνες. Κατσι θ' απουμείνει κι ια τση  μας. Πολλές φορές έμεναν νηστικές, για να μη στερήσουν τίποτε  από τα παιδιά τους. Αυτό όμως δεν πήγαινε άλλο. Μια μέρα έκανε μια σοβαρή πρόταση η Λευτέρω στην Αργύραινα, για να δοθεί λύση στο πρόβλημα που τις βασάνιζε και δεν τολμούσαν το συζητήσουν ούτε αναμεταξύ τους:

- ΄Ακσι να σ' πω, Αργύρινα, πιτσί κι κόκκαλου απόμκαμι. ' Αμα πάμι ετσι , νουρίς θα μας κινήσν  ια τουν  Αι -Νικάνουρα. Καλά τα φιρσίματα στα πιθιρκά κι στς άντρις μας , αλλά... θα κάμουμι μια δλεια. Όταν  κατιβάζουμι του φαΐ απ' 'ν πυρουστιά, θα σφαλνούμι καλά πόρτα απ' του μαειριό, να μη μας ιδεί καένας, θ' αδειάζουμι λίγου ζμι  απ' τουν τσέντζιρ ιδώια στου πιάτου, θα βρέχουμι λίγου ψωμί κι θα τρώμι από καμιά χαψιά.

Θα δουκιμάζουμι λίγου  κι απ' του φαΐ, να μη τ' λειπ τσίπουτα κι θα σφουγγίζουμι καλά του στόμα μας, να μη μας παιρνει καένας χαμπάρ.

Η Αργύραινα την άκουγε σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα, με γουρλωμένα μάτια και το στομάχι να γουργουρίζει από την πείνα κι απάντησε:

- Ούτσι τώρα Λιφτέρου κι όπους είπαμι.

Από τότε δεν ήξεραν τι ν'απαντήσουν στους άνδρες τους, όταν τους  έλεγαν να φάνε κι αυτές κάτι από το τραπέζι:

«Υστσιρότσιρα ή νουρίτσιρα»;

Κοιτάζονταν λοξά- λοξά   και δεν έβγαζαν άχνα. 

            


[1] καδί =ξύλινο δοχείο

[2] αρμιά = λάχανο τουρσί (σε αρμύρα)

[3] χουκάδες =πήλινα ή γυάλινα δοχεία για γλυκό κουταλιού

[4] πατώξυλα=τα μεγάλα όριζόντια ξύλα του πατώματος του πάνω ορόφου

[5] τζέρτζιλα= κορόμηλα

[6] γκόρτσα   = άγρια αχλάδια

[7] φουρφουρένιες πίτες= πίτες που το πάνω φύλλο τους «τρίβεται» σε μικρά φυλλαράκια, φουρφούρια *

[8] ταβάς = μεγάλο ταψί (βαθύ)

[9] φουρνιτάρες =  είδος λαγάνας

[10] ρόκα, -ες = καρπός  καλαμποκιού

[11] κουλιαντίνις= ψωμάκια στρογγυλά, που έχουν στη μέση της επάνω επιφάνειας ρώγες σταφυλιού ή σταφίδες  τα προσφέρουμε στα παιδιά που λένε τα κάλαντα

[12] κούχνη = το μέρος του μαγειριού, όπου ανάβουμε φωτιά για να βράσουμε σε μεγάλη κατσαρόλα ή καζάνι

[13] χαρανί = χάλκινο καζάνι με χερούλια

[14] έδενα το μούστο = έβραζα το μούστο για να γίνει πυκνός

[15] ντουλάπι = ειδικό καβουρντιστήρι για καφέ, κριθάρι, ρεβίθι

[16] μονάτος καφές = σκέτος καφές, χωρίς πρόσμειξη κριθαριού ή ρεβιθιού

[17] στάχτωναν =  άλειφαν με στάχτη την εξωτερική επιφάνεια της κατσαρόλας  (αφού πρώτα  την έβρεχαν με νερό) για να μη καπνίζεται και μαυρίζει

[18] μπακιρένιες κατσαρόλες = χάλκινες  κατσαρόλες

  *   Φουρφούρ , του (φουρφούρι,  το) < λατινικό furfur, uris (αρσ. γένους): πίτουρο (πίτυρο) το.
Με τον καιρό η λέξη αποδόθηκε και σε άλλα ξερά, λεπτά και ελαφριά σαν τα πίτουρα πράγματα, όπως τα ξερά ψιλά χόρτα.
Ας έχουμε υπόψη μας και τη σιατιστινή έκφραση " η πίτα ίγκιν (γίνηκεν- έγινε)  φουρφούρ", που σημαίνει ότι η πίτα καλοψήθηκε και έγινε τόσο αφράτη -σε αυτό συντελεί και το καλό πλάσιμο - που τα πάνω φύλλα, τα οποία καλύπτουν τη γέμιση, "σκροπούν (σκορπούν)", δηλαδή τρίβονται με το άγγιγμα σε μικρούτσικα φυλλαράκια σαν τα πίτουρα (πίτυρα).

 

Οι φωτογραφίες του κειμένου μας δόθηκαν από το γιο της Λευτέρως κ. Νικόλαο Τύπα τον  οποίο και ευχαριστούμε θερμά.

Οι φωτογραφίες με τα σαλιάρια, το σαραϊλί, την αρμιά είναι από το βιβλίο της κ. Σουζάννας Παπαναούμ - Σιάπαντα  με τίτλο: Παραδοσιακές συνταγές της Σιάτιστας.

Οι υπόλοιπες είναι από το σπίτι της κ. ΄Αννας Γκουτζιαμάνη- Στυλιανάκη.

Βιβλιογραφία:ΤΑ ΣΙΑΤΣΝΑ , του Μιχαήλ Γ. Χατσιούλη.

 

Η υπογράμμιση   λέξεων  όπως π.χ.  παιρνει δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων. Η μερική αποσιώπηση του τελικού άτονου φθόγγου "ι", εδώ -ει-,  δηλώνεται με το -ει-  που γράφεται πάνω δεξιά.


Γράφει η κ. Aννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη

 και επιμελείται φωνολογικά  ο κ. Ελευθέριος Κουφογιάννης.