Ελευθέριος Κουφογιάννης, Σιάτιστα 1948-2012, ήταν φιλόλογος. Γεννήθηκε και έζησε μόνιμα στη Σιάτιστα.

ΤΑ ΒΑΡΕΛΙΑ
 
Τα βαρέλια ανάλογα με το μέγεθός τους διακρίνονται στα «βαένια» (μεγάλου μεγέθους), στις «βαρέλις» (μεσαίου μεγέθους) και στις «φτσιέλις» (μικρού μεγέθους).
 
Προέλευση και ετυμολογία των λέξεων
Βαέν(ι) < βαγένιον και βαγοίνιον (μεσαιωνικές λέξεις)
Βαρέλα < Barella (ιταλική λέξη)
Φτσιέλα: μικρή βαρέλα < βουτσέλα < butticula και butticella, υποκοριστικά < (λατινικά) buttia και buttis: βαρέλι (Δες σχετικά «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 15ος, σελ. 470, λέξεις «βυτίνα» και «βυτίο»)
 
Τα κρασιά διακρίνονται ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής τους και το χρώμα τους σε «άσπρου» (άσπρο: ανοιχτού χρώματος·   ο λευκός οίνος των αρχαίων), «μαύρου» (μαύρο: σκούρου χρώματος. ο μέλας οίνος των αρχαίων) και «ηλιαστό».
Σημείωση: Οι αρχαίοι διέκριναν τους «οίνους» σε «μέλανα οίνον» (μαύρο κρασί), σε «λευκόν οίνον» (άσπρο κρασί) και σε «κιρρόν οίνον» (κιτρινωπό -υπόξανθο κρασί). Κατά την άποψή τους ο «μέλας οίνος» είναι πάρα πολύ δυνατός, προκαλεί στυφάδα, είναι πάρα πολύ θρεπτικός – δυναμωτικός και χτυπά λιγότερο στο κεφάλι. ο «λευκός οίνος» είναι αδύνατος, λεπτός (αραιός, όχι πηχτός), διουρητικός, θερμαντικός, χωνευτικός και ζαλίζει περισσότερο. ο «κιρρός οίνος» είναι ξηρός ( ξηραντικός,στεγνωτικός) και ο περισσότερο χωνευτικός. Σχετικά ας έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω: Αθήναιου «Δειπνοσοφισταί» 26,b-c και 32 c-d
 
………………………………………………………………………………………….
επαινών δε Όμηρος τον μέλανα οίνον πολλάκις αυτόν και αίθοπα καλεί. δυναμικώτατος γάρ εστι και μένων εν ταις έξεσι των πινόντων πλείστον χρόνον. Θεόπομπος δέ φησι παρά Χίοις πρώτοις γενέσθαι τον μέλανα οίνον, και το φυτεύειν δε και θεραπεύειν αμπέλους Χίους πρώτους μαθόντας παρ’ Οινοπίωνος του Διονύσου, ος και συνώκισε την νήσον, τοις άλλοις ανθρώποις μεταδούναι. ο δε λευκός οίνος ασθενής και λεπτός, ο δε κιρρός πέττει ράον ξηραντικός ων.
…………………………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………………………..
των οίνων ο μεν λευκός , ο δε κιρρός , ο δε μέλας. και ο μεν λευκός λεπτότατος τη φύσει, ουρητικός, θερμός πεπτικός τε ων την κεφαλήν ποιεί διάπυρον. ανωφερής γαρ ο οίνος. ο δε μέλας, ο μη γλυκάζων, τροφιμώτατος, στυπτικός· ο δε γλυκάζων και των λευκών και των κιρρών τροφιμώτατος. λεαίνει γάρ κατά την πάροδον και παχύνων τα υγρά μάλλον κεφαλήν ήττον παρενοχλεί. ………………………………………………..
Μνησίθεος δ’ ο Αθηναίος φησίν. «ο μέλας οίνός εστι θρεπτικώτατος, ο δε λευκός ουρητικώτατος και λεπτότατος, ο δε κιρρός ξηρός και των σιτίων πεπτικώτερος».
Σημείωση: Χρήσιμο είναι για την κατανόηση του κειμένου να προσέξουμε τα αντίθετα «(ο μέλας) δυναμικώτατος - (ο λευκός) ασθενής» και «(ο λευκός) λεπτός - (ο μέλας) παχύνων».
 
Ενδιαφέρον επίσης είναι να ξέρουμε πως στα αποτελούμενα από είκοσι (20) βιβλία «Γεωπονικά» - σύγγραμμα του Κασσιανού Βάσσου, συγγραφέα του ΣΤ΄ αιώνα μ.Χ., ή, σύμφωνα με κάποιους γραμματολόγους, επιπόλαια αντιγραφή ή διασκευή αυτού του έργου από άλλον συγγραφέα του Ι΄ αιώνα - περιλαμβάνονται πραγματείες για τη γεωργία, την κηπουρική, την αμπελουργία, την ελαιοκομία και για διάφορα άλλα θέματα που ενδιαφέρουν την οικιακή οικονομία (δες σχετικά το λήμμα «Γεωπονικά, τα» της Μεγάλης ελληνικής εγκυκλοπαίδειας Παύλου Δρανδάκη). Μεταξύ αυτών υπάρχει και πραγματεία για την οινοποιΐα, στην οποία αναφέρεται και παρασκευή γλυκού κρασιού με ηλιασμένα σταφύλια. Σχετικά μ’ αυτό το είδος του κρασιού, που θυμίζει το δικό μας «ηλιαστό», ο Αλέξανδρος Ρ.Ραγκαβής στο «Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας» στη λέξη «οίνος» αναφέρει τα εξής:
 
Γλυκύν κατεσκεύαζον τον οίνον ηλιάζοντες τας σταφυλάς επί τινας ημέρας και αφίνοντες να εισπνέη ο αήρ κατά χρόνον επί μάλλον ή ήττον μακρόν εις το ζυμούμενον γλεύκος (Γεωπονικών Ζ, 19)
Ο μούστος (γλεύκος, το), που προορίζεται για άσπρο κρασί, παραμένει μαζί με τα «τσίπουρα» (αρχαιοελληνικό «στέμφυλα, τα») μέσα στο «πουστάβι» (πατητήρι) ένα περίπου εικοσιτετράωρο. Όταν όμως πρόκειται για μαύρο κρασί, ο μούστος ζυμώνεται με τσίπουρα κι, όταν ολοκληρωθεί η ζύμωση, αυτά με μέρος του κρασιού υποβάλλονται σε απόσταξη και παρασκευάζεται η ρακή. Τα ηλιαστό παρασκευάζεται από τις καλύτερες ποικιλίες σταφυλιών, κυρίως από «μουσκουμαύρα» (μοσχομαύρα) και «χουντρουμαύρα» (χονδρομαύρα) σταφύλια, που έχουν σταφιδιάσει απλωμένα σε ευρύχωρο ευάερο και ευήλιο μέρος.
 
Το βαρέλι και το σχετικό λεξιλόγιο
Το βαρέλι κατασκευάζεται από κυρτές σανίδες, τις «δόγες», που συνενώνονται γύρω από δύο κυκλικούς πυθμένες, τα «φούντα», και περιβάλλονται και συγκρατιούνται από συμμετρικά τοποθετημένες μεταλλικές στεφάνες, τα «στιφάνια» (στεφάνια). Στο κάτω μέρος του μπροστινού φούντου στη μεσαία σανίδα («φούντι») του λίγα εκατοστά πάνω από τη βάση υπάρχει οπή, όπου εισέρχεται και σφηνώνεται «του κουφουτσύλ(ι)» (κουφοτύλι, το), ένας ξύλινος σωληνίσκος που χρησιμεύει για την εκροή του κρασιού. Για την καλύτερη και ασφαλέστερη ενσφήνωση του κουφοτυλιού το εισερχόμενο λεπτότερο τμήμα του τυλίγεται με «κουρκίθ(ι)» (κορκίδι). Το κουφοτύλι κλείνεται – βουλώνεται είτε με «βωλ(ι)»(βώλι), είτε με «στριφτάρ(ι)» (στριφτάρι). Το βώλι είναι ένα σφαιροειδές ογκίδιο, μια μπιλίτσα, από κορκίδι (καννάβι), που εισάγεται στο κουφοτύλι και το φράζει. Το στριφτάρι είναι ένα λεπτό ξύλινο έμβολο από κρανιά κατά προτίμηση, για να είναι ανθεκτικό, που το εισερχόμενο για τη φραγή του κουφοτυλιού τμήμα του είναι μυτερό και τυλίγεται με κορκίδι. To στριφτάρι, όπως λέει και η λέξη – ονομασία του, το ενσφηνώνει κανείς στο κουφοτύλι στρίβοντάς το προς τα δεξιά με πίεση. Το κουφοτύλι κατασκευάζεται από κομμάτι κλάδου καρυδιάς, που του αφαιρούν την εντεριώνη – ψίχα καίγοντάς την με έναν πυρακτωμένο (κοκκινισμένο στη φωτιά) οβελίσκο. Σήμερα το κουφοτύλι με το στριφτάρι τα έχει σχεδόν αντικαταστήσει η βιομηχανική κάνουλα ξύλινη ή συνήθως πλαστική.
 
Στη μέση της κορυφαίας δόγας ενός βαρελιού υπάρχει οπή που λέγεται «όκνα».Αυτή κλείνεται με ειδικό ξύλινο βούλωμα και χρησιμεύει για το γέμισμα του βαρελιού, αλλά και για το πλύσιμό του από τα κατακάθια, «θολούρα», του κρασιού (αρχαία ελληνικά αντίστοιχα: «η τρυγία, η τρυξ»: το κατακάθι, η λάσπη του κρασιού).
Μονάχα τα «βαένια» λόγω του μεγάλου μεγέθους τους έχουν στο πάνω μέρος του μπροστινού τους φούντου και ένα άλλο αψιδωτό άνοιγμα, που κλείνεται με ομοιόσχημο και ίσο στο μέγεθος ξύλινο βούλωμα, τη «θύρα». Το άνοιγμα αυτό διευκολύνει το γέμισμα και το πλύσιμο των «βαενιών». Για τη στεγανοποίηση του βαρελιού τόσο ο αρμός της όκνας και του βουλώματός της όσο και του μπροστινού φούντου και της θύρας αλείφονται και κλείνονται με «γκαραγκάτσ(ι)» (καραγάτσι). Πρόκειται για ένα είδος πολτού, που παρασκευάζεται από νερό, αλεύρι και από σκόνη αποξηραμένων φύλλων καραγατσιού (φτελιάς), που στουμπίστηκαν και κονιοποίηθηκαν σε μεγάλο πέτρινο γουδί, το «ντουμπέκ(ι)». Ειδικά όταν κανείς κλείνει (αλείφει και φράζει) με «γκαραγκάτσ(ι)» τον αρμό της θύρας στο μπροστινό φούντο, λέγεται πως «φουντών(ει) του βαέν(ι)» (φουντώνει το βαένι).
Τα βαρέλια βρίσκονται αραδιασμένα στο «κατώι (κατώγι), έναν ημιυπόγειο χώρο του σπιτιού δροσερό και με μικρές διακυμάνσεις θερμοκρασίας το χειμώνα και το καλοκαίρι. Οι περιβαλλοντικές αυτές συνθήκες παίζουν σημαντικό ρόλο στην καλή ποιότητα του κρασιού.
 
Ετυμολογίες λέξεων – ονομάτων πραγμάτων σχετικών με το βαρέλι

Βωλ(ι)  (βώλι, το, με αναβιβασμό του τόνου από το βωλί) < (υποκοριστικό) βωλίον: μικρός βώλος < βώλος, ο: μικρού μεγέθους όγκος χώματος ή άλλου υλικού  (δες Ερμηνευτικό και ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 15ος, σελ. 470).
 
Γκαραγκάτσ(ι) (καραγάτσι): το δέντρο φτελιά < (τουρκικό) kara agac: μαύρο δέντρο.
 
Δόγα ,η: κάθε κυρτή σανίδα βαρελιού < (ιταλικό) doga
 
Κατώ(ι) (μονοσυλλαβική συμπροφορά παραλήγουσας και λήγουσας με προφορά του τελικού άτονου «ι» εξασθενημένου) < κατώγι < κατώγιν (μεσαιωνικό) < κατώγαιον, το: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου «κατώγαιος,ον».
 
Κουρκίδ(ι)-κουρκίθ(ι) (κορκίδι): υλικό κατάλληλο για βούλωμα, καννάβι < κορκ + (κατάληξη) ίδι, από την υποκοριστική κατάληξη «-ίδιον» < (γερμανικό) kork: ο φελλός, το πώμα.
 
Κουφουτσύλ(ι) (κουφοτύλι):  κούφιο ξυλοκάρφι, ξύλινος σωληνίσκος < (υποκοριστικό) κουφοτύλι(ο)ν < κουφότυλος (κατά το κουφόλιθος.δες Liddell-Scott) < (αρχαία ελληνικά συνθετικά) κούφος (η,ον: ελαφρός,κενός,κούφιος) + τύλος ,ο (ξύλινο καρφί).
Μούστους ,ου (μούστος, ο – γλεύκος, το) < (λατινικό) mustum, i (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου mustus, a, um: νέος) < vinum mustum: νέος οίνος, νέο κρασί.
Ντουμπέκ(ι): μεγάλο γουδί πέτρινο < (τουρκικό) dibek: φαρδύ γουδί.
Όκνα,η: (λέξη μεταγενέστερη και μεσαιωνική) η οπή πίθου (δες Μέγα λεξικό ελληνικής γλώσσης Δ.Δημητράκου).
Στριφτάρ(ι) (κατά το συρτάρι, λητάρι) < στρίβω.
Τσίπουρου, του (τσίπουρο, το και συνήθως στον πληθυντικό τσίπουρα) < (μεσαιωνικό) τσίπουρον < (τουρκοταταρικό) sepre ή (τουρκικό) cibre (δες Βασικό λεξικό ξένων λέξεων της νέας ελληνικής: Ευαγγελία Παπακυριάκου – Απέργη / Χάρης Παπακυριάκου, Gutenberg).
Φούντου, του (με προφερόμενο το «ντ» ως «nt», φούντο, το): πυθμένας < (λατινικό) fundus ,i: πυθμένας.
Φουντ(ι), του (φούντι, το): κάθε ίσια σανίδα των δυο πυθμένων – φούντων του βαρελιού < (υποκοριστικό) φούντι(ο)ν < fundus.
Σημείωση: οι λέξεις κουρκίθ(ι) (κορκίδι), κουφουτσύλ(ι) (κουφοτύλι) και ντουμπέκ(ι) ετυμολογήθηκαν από το γράφοντα .
 
                                      Σχηματική απεικόνιση του βαρελιού


 
Του πουστάβ(ι) (πουστάβι)

Συνώνυμές της είναι οι λέξεις «ληνός, ο», (αρχαιοελληνική), και «πατητήρι». Το πατητήρι είναι μόνιμη χτιστή ή φορητή ξύλινη δεξαμενή, που χρησιμοποιείται για τη με τά πόδια έκθλιψη σταφυλιών – για το πάτημα σταφυλιών και εξαγωγή του χυμού τους, του γλεύκους ή μούστου. Το χτιστό πατητήρι έχει σχήμα τετραγωνικό ή ορθογώνιο. Το ξύλινο πατητήρι ή για μας «πουστάβ(ι)» έχει τη μορφή μισού μεγάλου βαρελιού. Αυτό αποτελείται από σανίδες – δόγες, που συνενώνονται με καλή εφαρμογή γύρω από δυο ημικυκλικά φούντα και συγκρατιούνται από ημικυκλικά μεταλλικά στεφάνια. Τα στεφάνια αυτά είναι συμμετρικά τοποθετημένα κατά μήκος και τα άκρα τους, που εξέχουν από τις δόγες, έχουν ορθογώνιες οπές όπου εισέρχονται τα άκρα των αντίστοιχων ξύλινων «δεσιμάτων» του πουσταβιού. Τα δεσίματα αυτά, πέρα από το ότι συσφίγγονται με τα αντίστοιχα στεφάνια και συμβάλλουν στη στερεότητα του πουσταβιού, διευκολύνουν και τους πατητές των σταφυλιών στο έργο τους, μια και πιάνονται και στηρίζονται πάνω σ’αυτά. Την παλιά εποχή το «πατώ σταφύλια σε πατητήρι» λεγόταν «ληνοβατώ» και οι πατητές «ληνοβάται» κι, όπως απεικονίζονται σε αγγειογραφίες, διευκολύνονταν στο πάτημα των σταφυλιών με το να στηρίζονται σε ραβδί ή να κρατιούνται από σχοινί που κρεμόταν από πάνω τους. Στον πάτο του πουσταβιού γίνεται το «κρεβάτι», ένα είδος πατώματος από ίσιες σανίδες στο μήκος του πουσταβιού, οι οποίες απλά αραδιάζονται πάνω σε κάθετα ξύλινα στηρίγματα και έχουν κατά διαστήματα στις πλευρές των αρμών τους εγκοπές, για να διευκολύνεται η εισροή του μούστου. Το «κρεβάτι» είναι αναγκαίο, γιατί τα σταφύλια εκθλίβονται (πατιούνται) ευκολότερα, όταν ο μούστος δεν παραμένει, αλλά εισρέει στον από κάτω του πατώματος χώρο του πουσταβιού. Το πουστάβι στηρίζεται («πατάει») πάνω στα «σκαριά», σε πελεκημένους δηλαδή κορμούς δέντρων κυρίως αμυγδαλιάς, που τοποθετούνται κλιμακωτά από λεπτότερους σε χοντρότερους έτσι που το πουστάβι να έχει μια ελαφριά κλίση προς τα μπρος, για να διευκολύνεται η εκροή του μούστου. Στο μπροστινό φούντο κοντά στη βάση του, όπως και στα βαρέλια, υπάρχει το κουφοτύλι, απ’ το οποίο βγάζουν ή κατά τη σιατιστινή ιδιωματική έκφραση «τραβούν του μούστου». Η έκφραση «τραβώ το μούστο» προήρθε από το αριστερόστροφο στρίψιμο και τράβηγμα του στριφταριού για την απόφραξη του κουφοτυλιού και την εκροή του μούστου. Το «τράβηγμα του μούστου» γίνεται, αφού παραμείνει στο πουστάβι μαζί με τα τσίπουρα ένα χρονικό διάστημα ανάλογο με το τι χρώμα θέλουμε να πάρει, συνήθως ένα εικοσιτετράωρο περίπου.

Ετυμολογίες λέξεων

Σκαρί, του (σκαρί,το) < (μεσαιωνικό) σκαρίον < (μεταγενέστερο) εσχάριον, υποκοριστικό < (αρχαίο) εσχάρα (δες Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής Ν. Π. Ανδριώτη).

Σημείωση: Στο τοπικό μας ιδίωμα όταν το τελικό «ι» της κατάληξης τονίζεται, τότε ως ισχυρό δεν αποσιωπάται και δεν έχουμε μονοσυλλαβική συμπροφορά παραλήγουσας και λήγουσας.
Πουστάβ(ι), του (πουστάβι, το) {-: η υπογραμμή σημαίνει τη μονοσυλλαβική συμπροφορά παραλήγουσας και λήγουσας με τη σχεδόν αποσιώπηση του άτονου και ανίσχυρου τελικού «ι» της κατάληξης, π.χ. Βωλ(ι), Γιανν(η), Λιεν(η) (Ελένη)}.
Στα ουσιώδη συστατικά της σημασίας της λέξης «πατητήρι» -δεξαμενή για εναπόθεση και πάτημα σταφυλιών – θα πρέπει να αναζητηθεί η ετυμολογία της συνώνυμής της ξενικής προέλευσης λέξης «πουστάβι», που χρησιμοποιείται στον τόπο μας. Η ιταλική φράση « deposito d’ uva»( δεξαμενή σταφυλιών) θα μπορούσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικότατα σ’ αυτό.
Πουστάβ(ι), του (πουστάβι, το) < (όπως  <<πουτάμ(ι)>> από το ποτάμι) ποστάβι, με παραφθορά της ιταλικής φράσης < deposito d’ uva.
Ποια όμως η σχέση των παππούδων μας με την Ιταλία στα χρόνια της τουρκοκρατίας; Το παρακάτω χωρίο μάς δίνει μια απάντηση: (Οι Μακεδόνες πραμματευτάδες εις τους χώρους Αυστρίας και Ουγγαρίας, Θεοδώρου Μ.Νάτσινα, Θεσσαλονίκη 1939, σελ. 19).
Εκ των τριάκοντα δε τοιούτων, τα οποία σώζονται εν Σιατίστη, η Κυβέρνησις κατ’ αυτάς τα 7 εκήρυξεν ως Εθνικά κειμήλια, ως έπραξεν και διά τον αρχαίον ναόν της Αγίας Παρασκευής της Σιατίστης, όστις εσωτερικώς είνε ωραίου Βυζαντινού ρυθμού και γενικώς πολύ καλλιτεχνικής ζωγραφικής, ειδικώς δε εγκλείει κινητάς εικόνας οφειλομένας εις καλλιτέχνας ζωγράφους Έλληνας, κατά πάσαν πιθανότητα μαθητάς του Γκρέκο, και τας οποίας απέστειλαν οι εν Βενετία τότε εγκατεστημένοι Σιατιστείς. Ο δε ναός ούτος, ως φαίνεται εκ της εν τινι των τοίχων της κτισμένης χρονολογίας, εκτίσθη κατά το 1677.
Σημείωσηκατ’ αυτάς (ενν. τας ημέρας), δηλ. στις μέρες  μας.

Σχετικά επίσης ας έχουμε υπόψη μας και τα παρακάτω: (Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Ιστορική βιβλιοθήκη, Θεμέλιο, ιγ΄ έκδοση,σελ. 43 και 45 ).
Ο ιστ ΄και ιζ΄ αι. στάθηκαν στο σύνολό τους κρίσιμη εποχή για τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι συνεχείς πόλεμοι που τους ακολουθούσαν σφαγές, εξισλαμισμοί, εξανδραποδισμοί και μαζικές μεταναστεύσεις στην Ιταλία, ελάττωσαν στο έπακρο τον ελληνικό πληθυσμό. ………………………………………………………..
Στη διάρκεια του ιζ΄ αι. ιδρύθηκαν εμπορικοί οίκοι στη Θεσσαλονίκη, Δυρράχιο, Ραγούζα, Κωνσταντινούπολη κι αλλού. Εξάλλου οι Έλληνες μετανάστες στις εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, την Πίζα, Γένοβα, Λιβόρνο και κυρίως στη Βενετία, συσπειρωμένοι σε παροικίες συνεργάζονταν με τους Ιταλούς στο εμπόριό τους με την Ανατολή.
Κατά το σιατιστινό ιδιωματικό σχήμα ουσιαστικών διπλού γένους, ουδετέρου και με αναβιβασμό του τόνου και μεγεθυντική σημασία αρσενικού, όπως «αρμουζούμ(ι)- αρμόζμους», «ντβαρ(ι)- ντού(ρ)βαρους» και «γλαφτ(σ)ήρ(ι) – γλάφτ(σ)ηρας», έχουμε και το λεκτικό ζευγάρι «πουστάβ(ι) – πούσταβους». Το όνομα «Πούσταβους» (Πούσταβος) έχει αμπελόφυτη περιοχή της Σιάτιστας στους πρόποδες της δυτικής πλευράς της «Τσιρβένας» πιθανότατα λόγω της γεωμορφίας της που θυμίζει πουστάβι. Εξάλλου η περιοχή αυτή κατά τη σιατιστινή ιδιωματική περιγραφή είναι μια «χούν(η)» (αρχαιοελληνικό «χοάνη» και σε συνηρημένο τύπο «χώνη»: χωνί), δηλαδή μια κοιλότητα. Ξεκινώντας από τη σιατιστινή ιδιωματική περιγραφή του «Πούσταβου» ως μιας «χούνης» (χοάνης) αναζητήσαμε σε λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας τις διάφορες δευτερεύουσες σημασίες της λέξης «χοάνη». Έκπληκτοι αναγνώσαμε ότι η λέξη αυτή εκτός από την κύρια σημασία της ως «χωνί» σήμαινε και «κοίλωμά τι εν τω εγκεφάλω έχον το σχήμα χωνίου καλούμενον και ληνός και πύελος, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. 135.11» (δες Liddell Scott). Παραθέτοντας τα δύο σχήματα το αρχαίο «χοάνη ή ληνός: κοίλωμα» και το σιατιστινό ιδιωματικό «χούνη (χοάνη) ή πούσταβους (πατητήρι, ληνός): γήινο κοίλωμα, κοιλότητα» διαπιστώνουμε ένα τρόπο σκέψης, περιγραφής και ονοματοποιίας ριζωμένο στην αρχαιότητα, όπου ως ποτό δέσποζε ο οίνος και ήταν σημαντικότατη η αμπελοκαλλιέργεια και οινοπαρασκευή.
Σημείωση: Οι λέξεις «πουστάβ(ι)» και «χουν(η)» ετυμολογήθηκαν από το γράφοντα.

Αρχαίοι σταφυλοπατητές «ληνοβάται»
Η παρακάτω εικόνα είναι παρμένη από το Λεξικό της ελληνικής αρχαιολογίας του Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή, λήμμα «ληνός»

   Το ίδιο θέμα έχει και η παρακάτω αγγειογραφία αμφορέα του μουσείου του Βύρτσμπουργκ, έργο του αγγειογράφου Άμαση, γύρω στο 530π.Χ.

 Εδώ αυτοί που ασχολούνται με το πάτημα των σταφυλιών είναι Σάτυροι, δαίμονες (κατώτερες θεότητες) κι ακόλουθοι (υπηρέτες) του θεού του αμπελιού και του κρασιού Διόνυσου. Ο χοντρόσωμος Σάτυρος, που πατά τα σταφύλια, κρατιέται όχι από σχοινί αλλά από κληματαριά που απλώνεται από πάνω του. Απ’ τους υπόλοιπους Σατύρους άλλος τρυγάει, άλλος αδειάζει τα σταφύλια στο πατητήρι («ληνό»), άλλος μαζεύει το μούστο σε πυθάρι - δεν υπήρχαν τότε ξύλινα βαρέλια - και άλλος παίζει με τους «διδύμους αυλούς» του σκοπό, που ψυχαγωγεί και ρυθμίζει τις κινήσεις των εργαζόμενων συντρόφων του (σχετικά δες «Αρχαία ελληνική τέχνη» John Boardman, τόμος 2ος, σελ. 117-119).