O Αντώνιος Σκούλιος γεννήθηκε στη Σιάτιστα στις 23 Απριλίου 1926  και αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο τη σχολική χρονιά 1943-1944.   Σπούδασε  Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης , από όπου και έλαβε το  πτυχίο τον Απρίλιο του 1954.

Διορίστηκε αγροτικός γιατρός στο Κηπουριό και μετά στη  Σαρακίνα Γρεβενών το 1955.

Το 1964 πήγε στη  Γερμανία, όπου  έλαβε την ειδικότητα Μαιευτικής -Γυναικολογίας  στο Βερολίνο. Εκεί  γνώρισε και τη γυναίκα του Ζίγκριντ .

Eργάστηκε στα Γρεβενά και στην Κοζάνη.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συνταξιούχος,  ζούσε  μόνιμα στην Κοζάνη και συχνά μοιραζόταν μαζί μας τις αναμνήσεις του από τη Σιάτιστα των παιδικών του χρόνων, γράφοντας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο της Σιάτιστας. Πέθανε στην Κοζάνη το 2007.

 

Ούι κακούτσ'κου, παν τα ιτζιούκια μ'  !!!

 

 

 Η θειά η Τζιούμινα είχιν φκιάσ' τα ιτζιούκια τς όπους όλις οι νοικουκυρές στ' Σιάτστα, τα κρέμασιν σ'ένα σκ'νί στού κιλάρ',γιά να στιγνώσ' ν, κλείδουσιν καλά κι του κιλάρ', για να μη παέν κι τα πιδιά κι τα φάν' πριν την ώρα τς. Στου κιλάρ'  κλείδουνιν κι τα γλυκά κι τα πιτ'μέζια, για να μη τα βρίσκ'ν τα μ'κρά κι δεν αφήκ'ν τσίπουτα.

Ύστιρα απού μέρις πήγιν να πάρ' κάτσ' απ' του κιλάρ' κι άντα γλέπ' τσι να ιδεί! τα ιτζιούκια δεν είχαν απουμείν' ούτσι τα μ'σά.

   Ούι κακούτσ'κου, παν'  τα ιτζιούκια μ'  φώναξιν κι τσάκουσιν του κιφάλ' τς μι τα δυό τα χέρια τς. Τώρα τσι να κάμου. Ποιός μόφκιασιν αυτσήν τση δ'λειά!

Συλλουίσκιν , ξανασυλλουίσκιν κι άκρ' δεν ήβρισκιν. Του μυαλό τς πήγιν στου γιό τς του Ναούμ. Αυτό του ουρσούσ'κου μπουρεί να τα πήριν , αλλά πως! Δεν του χουρούσιν του μυαλό τς.

   Του βράδ' ιάτους ου Ναούμς γύρ'σιν απ' του σκουλειό -ικείνα τα χρόνια τα πιδιά πάιναν κι του προυί κι του βράδ' στου σκουλειό-πέταξιν τσ' χαρτουθήκα τ' μέσα απού ν' πόρτα κι φώναξιν:

  -Μάνα μαρ,  δώμ' ψίχα ψουμί ια να δειλ'νίσου!

Είχιν μέρις τώρα απ' έπιρνιν του ψουμί τ' κι έφιβγιν να πάει να παίξ' μι τα πιδιά κι δε γύριβιν τσίπουτα άλλου για προυσφάι.

  -Έλα ιδώ μπρε, τουν φώναξιν η μάνα τ'. Ποιός μπρε πήριν τα ιτζιούκια απ' του κιλάρ' ;

  -Τσι μαρ, πού ξέρου ιγώ; Μ' είδις ιμένα καμιά φουρά να σιβαίνου στου κιλάρ';

Η μάνα τ' δεν ιφχαριστίθκιν, δεν τς άρισιν έτσ' πως τάπιν ου Ναούμς, σα λίγου κουμπιασμένους νάταν.

-  Αμπρέ ισύ, πέμ ν' αλήθεια μι του καλό, ιατσί θα τα πω τουν πατσέρα σ' κι ξερ'ς τσι σι καρτσιράει. Θα σι λιανίσ'.

Στρίφκιν ,ξαναστρίφκν ου Ναούμς κι αρχίντσιν.

  -Ια μαρ ου Γιάντς!

  -Τσι μπρε ου Γιάντς; Ποιός Γιάντς; Τσι έφκιασιν ;

  -Iα ου Γιάντς τσ θειάς τσ Τασιούλινας στέκουνταν απουκάτ' απ' του παραθύρ' απ' του κιλάρ' κι ακουμπούσιν στου ντβάρ'.

  -Ε κι ύστιρα;

  -Ια  τουν είπα να σταθεί  λίγου να πατήσου στα νώμια τ' κι ν ' ανέβου να ιδώ πως φαίνιτι του κιλάρ' απ'  όξου απ' του παραθύρ'.

  -Κι ύστιρα;

  -Ια, ύστιρα ήταν του σκ'νί μι τα ιτζιούκια διμένου στου σίδηρου απ' του παραθύρ' κι ύστιρα του σπάραξα ιγώ του σκ'νί μι του δάχλου μ' κι ήρθιν ένα ιτζιούκ' κοντά στου χέρ' μ' κι του πήρα.

  - Ου .. ούι απ' να μη φανείς! Τσι μπρε ένα ιτζιούκ' μ' λες, ισύ τ' αράδ'σεις όλα μπρε κι άμα δε σέβινα σήμιρα στου κιλάρ' δε θα ν' άφηνις ούτσι ένα ια όρκουν.

Μούτους ου Ναούμς άκουγιν τ' μάνα τ' απ' φώναζιν.

    -Τσι θα νάχουμι μπρε ια τα Kόλιαντα, ια τς ιουρτσές, μι τσι θα ξιαντρουπιαστούμι μπρε; Απ' τουν Θιό να του βρείς , μπρε ουρσούσ'κου.

Φώναξιν , ξαναφώναξιν, ώσπου κουρκάλιασιν η φουνή τς. Φουβούνταν να πει κι τρανές κατάρις, ια να μη πιαστούν κι πάθ' κι τίπουτα ου Ναούμς κι πάλι αυτσή η μάνα θα τα τραβούσιν.

Αφαντους τς άλλις τς μέρις ου Ναούμς. ρχουνταν του βράδ' στου σπίτ', όταν η μάνα τ' πάηνιν να κουβαλήσ' νιρό μι τα γκιούμια, χώνουνταν στου γιατάκ' τ' κι έκαμνιν τάχατ' πως κοιμούνταν, ώσπου στ'αλήθεια τουν έπιανιν ου ύπνους. Ου Γιάντς τς Τασιούλινας ου φίλους που έτρoυγαν αντάμα τα ιτζιούκια, τουν έδουνιν κάθι μέρα λίγου  ψουμί ια του δείλνου...

Μια μέρα η μάνα τ' δεν βάσταξιν άλλου, τς είχιν πιράσ' κι του ινάτ' κι έκατσιν κι τουν καρτέρ'σιν,  όταν γύρ'σιν  απ' του σκουλειό.

   -'Ελα ιδώ, μπρε.

Zύγoυσιν ου Ναούμς μι σκυμμένου του κιφάλ'.

  -Έλα ιδώ να σ' δώσου λίγoυ ψουμί να φας. Να κι κάνα δυό ελιές. Δεν έχου τσίπουτα άλλου ια προυσφάι.

Τουν κανάκιψιν λίγου κι του κιφάλ' τ'.

   -Aιντι κι νάσει καλό πιδί.

Μούτους κι πάλι ου Ναούμς, τα πήριν  κι έφυγιν πιαλτός να πάει να παίξ' μι τ'άλλα τα πιδιά, χαρούμινους ιατσί η μάνα τ' τουν σχώρισιν.

 

 

Την ιστορία αυτή μου την αφηγήθηκε ο Γιάννης ο Μουλατζίκης, φίλος και συμμαθητής του Ναουμ στο Δημοτικό.

Το περιστατικό συνέβη γύρω στα 1918.

Αντώνιος Ν.Σκούλιος


(το άρθρο έχει δημοσιευτεί παλιότερα και στην εφημερίδα του Μορφωτικού- Πολιτιστικού  Συλλόγου Σιάτιστας Μαρκίδες Πούλιου  ΕΦΗΜΕΡΙΣ.)

αρχική σελίδα