Η Πόλις Εάλω

(=Η Κωνσταντινούπολη έχει κυριευτεί, έχει αλωθεί από

   τον  πολιορκητή, έχει εκπορθηθεί).

                                                                   του Φ. Κ. Βώρου

 

 

Με αυτή τη σύντομη πρόταση των τριών λέξεων μεταδόθηκε η μεγάλη είδηση, ότι στις 29 του Μάη  1453 μ.Χ.  είχε κυριευτεί  από τον Μωάμεθ Β΄, τον Πορθητή, η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα ως τότε του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. O αυτοκράτορας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. είχε μεταφέρει εκεί[1](στο Βόσπορο) την πρωτεύουσα του Αρχαίου Ρωμαϊκού Κράτους. Η απόφασή του αυτή για μεταφορά της έδρας του Κράτους του στην Ανατολή, στο σταυροδρόμι των δυο πιο πολυάνθρωπων ηπείρων (Ευρώπης - Ασίας) και δυο πιο εμπορικών θαλασσών της εποχής (Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου), αποδείχτηκε πολύ σωστή. Η νέα αυτοκρατορία (Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) για έντεκα (11) και πλέον αιώνες υπήρξε για πολλούς λόγους η πιο φημισμένη κρατική οντότητα με την πιο έντονη ακτινοβολία στο Μεσαιωνικό κόσμο. Ήταν κράτος πολυεθνικό με ισχυρά στοιχεία συνοχής : (1) Διοικητική παράδοση δοκιμασμένη στο ενιαίο (ως το 330 μ.Χ.) Ρωμαϊκό Κράτος και αντίστοιχη Νομοθεσία, (2) Πολιτισμική παράδοση και γλώσσα ελληνική, που καθιερώθηκε ως  επίσημη γλώσσα των νόμων του Κράτους από τον καιρό του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.)[2]  και μια επικρατούσα θρησκεία, τη χριστιανική ορθοδοξία[3].

Εκτός από την κρατική και εμποροναυτική ακτινοβολία του και τη λοιπή πολιτισμική προσφορά του (Τέχνη, Ιστοριογραφία...) το Ανατολικό Ρωμαϊκό (Βυζαντινό) Κράτος πρόσφερε μια πολύ σημαντική πολιτισμική υπηρεσία στο Νέο Ελληνισμό και την Ανθρωπότητα ολόκληρη: διαφύλαξε -με τη μέθοδο αντιγραφής χειρογράφων- μεγάλο μέρος της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, το οποίο αποτέλεσε αφετηρία της νεότερης Ανθρωπιστικής Παιδείας, από την εποχή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης (15ο- 17οαι. μ.Χ.).[4]

Το κράτος αυτό γνώρισε κατά τους ένδεκα αιώνες της ιστορίας του περιόδους ακμής και υποχώρησης, εσωτερικής ειρήνης και κοινωνικής έντασης, οικονομικής ακμής και παρακμής, συνεργασίας με άλλα κράτη και πολέμων καταστροφικών[5]. Γνώρισε μια πρόσκαιρη κατάλυση από τους «σταυροφόρους» της Δ΄ σταυροφορίας (το 1204) και μια αξιοθρήνητη  κατάρρευση και εκπόρθηση (το 1453).  Αυτή  υπήρξε και ιδιαίτερα οδυνηρή  για το Νεότερο  Ελληνισμό. Αυτή την εκπόρθηση ανήγγειλαν οι ταξιδιώτες ή φυγάδες από την Κωνσταντινούπολη προς άλλα μέρη με τη λακωνική διατύπωση:  η Πόλις εάλω!

 Η αλήθεια είναι ότι η πορεία προς αυτή την οδυνηρή έκβαση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, τουλάχιστον από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα (του 14ου), όταν η άλλοτε ισχυρή αυτοκρατορία βίωνε αδύναμη την προέλαση επιδρομέων εις βάρος της και είχε  ταυτόχρονα εμφύλιους πολέμους , που έφθειραν τις λίγες δυνάμεις της[6] .

Όσο μεγάλωνε ο κίνδυνος απέξω, ειδικότερα με την προέλαση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρασία και (από το 1354)  και στη Βαλκανική Χερσόνησο, τόσο πείθονταν και οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ότι ήταν ανάγκη αδήριτη[7] να ζητήσουν βοήθεια,  έστω και από τη δυτική χριστιανοσύνη, με την οποία είχε συγκρουστεί η βυζαντινή ορθόδοξη Εκκλησία με Σχίσμα δογματικό και αγεφύρωτο (από το 1054). Με πολλή αυτοταπείνωση  ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ [8] έφτασε το 1438 στην Ιταλία για τη σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-39)  προτείνοντας Ένωση των Εκκλησιών και υπαγωγή της Ορθόδοξης Ανατολής στην Παπική Εκκλησία της Δύσης, με την προσδοκία ότι η (Δυτική) Παπική Χριστιανοσύνη θα αποφάσιζε και θα μπορούσε να οργανώσει μια νέα Σταυροφορία για να σώσει την Ανατολική Χριστιανοσύνη από την οθωμανική απειλή. Αλλά  μέσα στην απειλούμενη και πολύ αποδυναμωμένη (πληθυσμιακά, οικονομικά, στρατιωτικά) Πόλη ήταν τόσο αγεφύρωτη η δογματική διαφορά ανάμεσα στους  Ενωτικούς (οπαδούς της ενωτικής πολιτικής του αυτοκράτορα) και τους Ανθενωτικούς,  ώστε ένας ανώτατος κρατικός αξιωματούχος , που ανήκε στη δεύτερη ομάδα, ο Λουκάς Νοταράς, έφτασε στο σημείο να συνοψίσει τη μισαλλοδοξία[9]  των ομοφρόνων του, των Ανθενωτικών, με τούτο τον απίστευτο αφορισμό: «Κρειττότερον  εστίν ιδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν  λατινικήν (= καλύτερο[10] να δούμε στο κέντρο της Πόλης φακιόλι να βασιλεύει τούρκικο παρά να δούμε τιάρα παπική)[11].

Μέσα στην ίδια εκείνη ατμόσφαιρα   άλλος παρατηρητής  (και γνώστης της ιστορίας  και ήρεμος στοχαστής, ο Δημήτριος Κυδώνης, παρατηρούσε «Τίνες Ρωμαίοις  Ρωμαίων οικειότεροι σύμμαχοι; Η γαρ εκείνων πόλις της ημετέρας μητρόπολις γέγονεν».[12](=Ποιοι είναι  για τους κατοίκους της Νέας Ρώμης σύμμαχοι πιο οικείοι από τους κατοίκους της Αρχαίας Ρώμης, αφού  η πόλη εκείνων, των Ρωμαίων, υπήρξε μητρόπολη για τη δική μας);      Είναι φανερό ότι ο Κυδώνης βλέπει την ιστορική συνέχεια ανάμεσα στην           Αρχαία Ρώμη  και τη Νέα, την Κωνσταντινουπολη, και παραβλέπει τη σύγχρονη (στην εποχή του) αντιπαράθεση των θρησκευτικών δογμάτων,  που ταλάνιζαν (πραγματικά ή προσχηματικά) τους συγχρόνους του.

Και ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1448-53), είχε την ψυχική δύναμη να αποδεχτεί  το χρέος του απέναντι στην Ιστορία, να σταθμίσει  τις δύσκολες περιστάσεις που βίωνε και να αποφασίσει την αυτοθυσία μάλλον με αξιοπρέπεια παρά τη φυγή με αναξιοπρέπεια. Όταν βρέθηκε ασφυκτικά  πολιορκημένος και δέχτηκε  την τελική πρόταση του πολιορκητή  για προσωπική του  διάσωση με αποχώρηση σε τόπο γι' αυτόν ασφαλή (στο Μιστρά), αυτός προτίμησε την αυτοθυσία του και παράλληλη διάσωση της τιμής του, τιμής του ονόματος και του  αξιώματός του, της ιστορίας  που τον είχε εμπνεύσει και  έδωσε απάντηση περήφανη: ...«το δε την πόλιν σοι παραδούναι  ούτε εμόν  εστί ούτε άλλου τινός των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες[13] αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα  της ζωής ημών» (= το να σου παραδώσουμε την Πόλη δεν είναι αρμοδιότητα  δική μου  ούτε κανενός  άλλου από αυτούς  που κατοικούν σ' αυτήν, γιατί όλοι  μας αυτοπροαίρετα [με ελεύθερη απόφασή μας]  και ομόφωνα είμαστε  έτοιμοι να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια και δε νοιαζόμαστε για τη ζωή μας).

 

Η πόλις εάλω, αλλά ο Ελληνισμός επιβίωσε  και αναγεννήθηκε μέσα από τους μακρούς, δύσκολους  και σκοτεινούς αιώνες της δουλείας.

Με τη γενική έφοδο που πραγματοποίησε ο Μωάμεθ στις 29 του Μάη 1453 έφτασε στο ποθητό για εκείνον αποτέλεσμα: «Η πόλις εάλω». Τις τρεις επόμενες μέρες οι στρατιώτες του εισέπραξαν αποζημίωση για τους «μόχθους» τους: γενική λεηλασία και...σφαγές. Και  ύστερα οργάνωση του νέου Κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε έδρα την Ισταμπούλ (παραφθορά ακουστική της φράσης: «Εις την Πόλη»). Ο Σουλτάνος χρειαζόταν τους άπιστους για κείνον Χριστιανούς για να είναι ραγιάδες, για να   εργάζονται και να πληρώνουν φόρους. Χρειαζόταν Πατριάρχη των ραγιάδων, για να κρατεί ως ποιμενάρχης το ποίμνιο σε υπακοή προς «την κραταιάν βασιλείαν του Σουλτάνου». Και αναζήτησε για το αξίωμα αυτό τον κατάλληλο άνθρωπο, τον αρχηγό των Ανθενωτικών, τον Γεώργιο Σχολάριο -ως Πατριάρχη Γεννάδιο. Του έδωσε και τιμές και προνόμια...Σεβαστή η πίστη των ραγιάδων, μπορούν να λατρεύουν το θεό τους  στους ναούς τους, αρκεί να αναγνωρίζουν «την κραταιάν βασιλείαν» του Σουλτάνου. Χρειαζόταν ακόμη ένα θεσμό των ραγιάδων ο Σουλτάνος, τις Κοινότητες, για να συγκεντρώνουν τους φόρους που χρειαζόταν εκείνος. Και ανέδειξε Πρόκριτους, για να είναι υπεύθυνοι απέναντί του. Αναγνωρίζοντας το θεσμό της Εκκλησίας και της Κοινότητας των ραγιάδων για τη δική του εξυπηρέτηση ο Σουλτάνος δημιούργησε ουσιαστικά δυο «κυψέλες εθνικού βίου» για τους ραγιάδες[14].

Εκεί (σ'αυτές τις κυψέλες εθνικού βίου) μπορεί να είπαν για παρηγοριά και δικαιολογία των αμαρτιών και των αμαρτημάτων τους  ότι «ήταν θέλημα θεού η πόλη να τουρκέψει».

Εκεί διατύπωσαν την ελπίδα ή ευχή «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι  δικά μας είναι».

 Εκεί θυμήθηκαν  ομαδικά ότι είχαν κάποια βαριά πολιτισμική κληρονομιά, από την οποία αντλούσαν ίσως και αισιοδοξία ότι μπορούν ξανά να κάνουν κάτι  και ζωγράφισαν σε νάρθηκες εκκλησιών αρχαίους σοφούς.

Εκεί κουβέντιαζαν και τα καθημερινά τους  προβλήματα και τις διαφορές τους για την κατανομή των φορολογικών βαρών.

Εκεί αντάμωναν, συνομιλούσαν, μάθαιναν να συνομιλούν.

 Εκεί στις «κυψέλες» ζούσαν ως κοινωνία, μάθαιναν και τα νέα, σχεδίαζαν πώς να αντιμετωπίσουν κάποια κοινά προβλήματα: να επισκευάσουν την εκκλησία, να βρουν ένα δάσκαλο για τα παιδιά.

Εκεί πληροφορούνταν και νέα ευχάριστα για κάποιους συμπατριώτες που ζούσαν και πλούτιζαν στις Παροικίες.

Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου διαπίστωναν οι ραγιάδες ότι σε κάποιους τομείς δραστηριότητας υπερείχαν σε σύγκριση προς τον κατακτητή:

- Στην εμποροναυτική δραστηριότητα  οι ραγιάδες ήταν αφεντικά  και

- Στα διοικητικά και διπλωματικά θέματα οι ραγιάδες στήριζαν το Σουλτάνο. Αυτοί ζούσαν στο Φανάρι [15]και διορίζονταν δραγουμάνοι, ηγεμόνες στη Μολδαβία και Βλαχία (μετά το 1708).

- Στην παιδεία και την αποδοχή ή αφομοίωση νέων ιδεών οι ραγιάδες είχαν τα πρωτεία (Κοραής). Κι όταν ακούστηκαν νέες ιδέες για λευτεριά και δικαιοσύνη, οι ραγιάδες τις δέχτηκαν πρώτοι, άρχισαν να φωτίζονται και να φωτίζουν  και κάποια στιγμή πέρασαν  από τη φάση της μοιρολατρίας στη φάση της  αυτοπεποίθησης, ότι μπορούν να οργανωθούν και να διεκδικήσουν. Από το «η Πόλις εάλω» και «Πάλι με χρόνια  με καιρούς πάλι δικά μας είναι» πέρασαν στη μάχιμη κλεφτουριά και  στο «Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά...» (Ρήγας)[16]. Από το  «η Πόλις εάλω» πέρασαν στην ίδρυση της Εταιρείας των Φιλικών» (Οδησσός 1814: Ν. Σκουφάς, Αθ.Τσακάλωφ, Εμμ. Ξάνθος)...και στην Ανάσταση του 1821.


 

[1] Εκεί, κατά την αρχαιότητα, σε θέση προνομιακή ήταν χτισμένη  αποικία των Μεγαρέων με την ονομασία  Βυζάντιο, από το όνομα του ιδρυτή της Βύζαντα. Στη θέση αυτή έκρινε καλό να μεταφέρει την έδρα του Κράτους του ο Κωνσταντίνος κι έκανε τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης στις 11 του Μάη του 330 μ.Χ. Από το όνομα του δεύτερου εποικιστή  (του Κωνσταντίνου) επικράτησε το νέο όνομα του Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολη  και πολύ αργότερα (το 17ο αι.) οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους.

[2] Είναι αποκαλυπτικό μιας γλωσσικής πραγματικότητας και επαινετής κρατικής βούλησης το σκεπτικό με το οποίο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός προοιμιάζει τη  σχετική Νεαρά (νέο νόμο), όπου έγραψε : « Ου τη πατρίω γλώττη τον νόμον συνεγράψαμεν αλλά τη κοινή τε και ελλάδι, ώστε γνώριμον είναι τοις υπηκόοις 

(= δεν έγραψα το νόμο στην πατροπαράδοτη γλώσσα μας - τη ρωμαϊκή (δηλ. λατινική)- αλλά στην κοινή γλώσσα που ακούω γύρω μου, την ελληνική, ώστε να είναι ο νόμος γλωσσικά κατανοητός από τους υπηκόους μας).

[3] Ειδική ανάλυση γι' αυτά τα τρία πολιτισμικά στοιχεία συνοχής του Βυζαντινού Κράτους (η πρωτεύουσά του είχε χτιστεί στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, δείτε σημ. 1) προτάσσει ο Κων. ΄Αμαντος στο έργο του: Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους (τ.Α΄).

[4] N. G. Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση (μετ. Φωτεινής Πρεβεδούρου - Γεωργίνη), εκδ. «Νέα Σύνορα», 1994.

[5] Κων. ΄Αμαντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους 324-1204, τ. Α, Β΄, εκδ. ΟΕΣΒ.

Διον. Ζακυθηνού, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους.

A.A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, Madison 1952.  (Υπάρχει  και σε ελληνική μετάφραση),.

G. Ostrogorsky, Geschichte  des Byzantinischen Staates, München, 1957. (Υπάρχει και σε ελληνική μετάφραση, με επιμέλεια του Ευ. Χρυσού).

Γιάννη  Καραγιαννόπουλου, Το Βυζαντινό Κράτος, 324-1453, τ. α΄, β΄ (εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1995.

Ελένης Γλύκατζη - Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία του Βυζαντίου, εκδ. «Αργώ», 1977.

Τηλέμαχου Λουγγή, Η Ιδεολογία  της  Βυζαντινής Ιστοριογραφίας, εκδ΄. «Ηρόδοτος», 1993.

[6] Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου στο βιβλίο του Γ. Καραγιαννόπουλου (βλ. Προηγούμενη σημείωση) «Εμφύλιοι Πόλεμοι και Πτώση» (1321-1453).

[7] Αδήριτος = ακαταμάχητος (παράγεται από τη ρίζα του ρήματος δηρίομαι = αγωνίζομαι, από όπου και δήρις- μάχη).

[8] Γ. Καραγιαννόπουλος, ο.π., σελ. 181-182.

[9] Μισαλλοδοξία (= μίσος για τη δόξα ή δοξασία ,δηλ. τη γνώμη του άλλου. Αντίθετη νοοτροπία η ανεξιγνωμία (tolerance= ανοχή), ιδεολογία του Διαφωτισμού και όλων των συνετών της γης.

[10] Ίσως το «καλυτερότερο» (που πριν από λίγα χρόνια  ακούστηκε  στη γλώσσα των νέων) είναι η πιο σωστή απόδοση του κρειττότερον, μολονότι  φαίνεται νεολογισμός όχι ακόμα αποδεκτός.

[11] Διον. Α. Ζακυθηνός, Η ΄Αλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η Τουρκοκρατία, Αθήνα 1954. Είναι δηλωτικός μιας πραγματικότητας δυσοίωνης ο τίτλος του Γ΄ κεφαλαίου: «Ιδεολογικαί Συγκρούσεις εις την πολιορκουμένην Κωνσταντινούπολιν». Στη  σελ. 28 ο συγγραφέας παραθέτει τα φρικτά λόγια του Νοταρά και παραπέμπει στα κείμενα δυο ιστορικών της ΄Αλωσης: (Φραντζής, σελ. 325, και Δούκας, σελ. 264).

[12] Δ. Ζακυθηνός, ο.π. σελ. 29.

[13] Είναι πιθανό ότι ο αυτοκράτορας στην απάντησή του ανακριβολογεί με το «πάντες», γιατί δεν είναι βέβαιο ότι  συμφωνούσαν για τέτοια απάντηση και όλοι οι ... «νοταράδες» . Σε κείνες τις ώρες βέβαια δεν είχε λόγο να αποκαλύψει στον πολιορκητή μια ιδεολογική διένεξη που δίχαζε τους πολιορκημένους. Ταυτόχρονα πάντως, έδινε μήνυμα σοβαρότητας σε οποιουσδήποτε πιθανούς ριψάσπιδες.

[14] Ανεξάρτητα από τα αμαρτήματα που διέπραξαν πολλοί από τους φορείς των δυο θεσμών, το συνολικό αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί για τους ραγιάδες θετικό.

Δ. Α. Ζακυθηνού, ο.π. κεφ. Β΄: «Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και αι τύχαι του Νεωτέρου Ελληνισμού».

Επίσης Γιάννη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τόμος ΙΧ .

Και Νίκου Γ. Σβορώνου, Το Ελληνικό Έθνος: γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. «Πόλις», 2004.

[15] Ανεξάρτητα από άλλες πτυχές αρνητικές στην Ιστορία των Φαναριωτών δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι εκείνοι γίνονταν αξιωματούχοι ανώτατοι για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ότι πολλοί τίμησαν το αξίωμά τους και κάποτε αναγκάστηκαν να φύγουν, για να γλιτώσουν τη ζωή τους από τη οργή του Σουλτάνου, όπως ο πατέρας  των Υψηλάντηδων (Αλεξάνδρου και  Δημητρίου).

[16] Ρήγα Βελεστινλή, Τα Επαναστατικά (Επαναστατική Προκήρυξη, τα Δίκαια του ανθρώπου, Το Σύνταγμα, Ο Θούριος, Ύμνος πατριωτικός), επιμέλεια  του Δημ Καραμπερόπουλου, εκδ. της Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα»,1994,

Τάσου Βουρνά, Ο Πολίτης Ρήγας Βελεστινλής, εκδ. «Αδελφών Τολίδη», 1978,

C.M.Woodhouse,  Ρήγας Βελεστινλής, ο Πρωτομάστορας της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. «Παπαδήμας».

Copyright © 2005 F. K. Voros

url: www.voros.gr e-mail: info@voros.gr

 Τεχνική/Διαφημιστική Υποστήριξη: www.fora.gr