Μαθητές  στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο κατά τη διάρκεια του πολέμου
του Αντώνη Σκούλιου
 

     Η 28η Οκτωβρίου  του 1940 μας βρήκε μαθητές καθισμένους στα θρανία της Tρίτης τάξης  του Τραμπάντζειου Γυμνασίου  Σιατίστης. Είχαν περάσει οι καλοκαιρινές μας διακοπές, όταν ανέμελα απολαμβάναμε τον ελεύθερο χρόνο μας τρέχοντας απάνω κάτω στις γειτονιές και παίζοντας. Είχε τελειώσει και ο τρύγος, το μεγάλο πανηγύρι της Σιάτιστας, που όλοι ήταν στο πόδι τρέχοντας να προλάβουν να τελειώσουν τη συγκομιδή των σταφυλιών, που αποτελούσε ένα σταθερό έσοδο για την οικιακή οικονομία σε κάθε οικογένεια.
     Είχαμε ξεκινήσει και πάλι με όρεξη τα μαθήματά μας και ξαφνικά πρωί πρωί της Δευτέρας  απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα η είδηση ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο και ότι στα  αλβανικά σύνορα είχαν αρχίσει κιόλας οι μάχες και οι Ιταλοί στρατιώτες είχαν περάσει  στο ελληνικό έδαφος.    Δεν ξέραμε τι να πούμε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο απορημένοι απ’ το απρόσμενο γεγονός. Δεν μπορούσαν να φανταστούμε εκείνη την ώρα πως η ζωή μας άλλαζε, πως μπαίναμε σε μια περίοδο που όλα άλλαζαν δραματικά, πως η μέρα αυτή ήταν η αρχή μιας νέας περιόδου της ζωής μας με ταλαιπωρίες και άγνωστες σε μας περιπέτειες, που η διάρκειά τους θα ήταν τόσο μεγάλη.
    Το Γυμνάσιό μας επιτάχθηκε για τις ανάγκες  της επιστράτευσης και τα μαθήματά μας σταμάτησαν για μια εβδομάδα περίπου. Στις αίθουσές του ντύνονταν οι στρατιώτες που καλούνταν να καταταγούν για να υπηρετήσουν την πατρίδα. Έφταναν εκεί τόσο οι Σιατιστινοί όσο και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και, αφού φορούσαν το χακί και έπαιρναν τον απαραίτητο εξοπλισμό τους, όπλα παλάσκες, καραβάνες, παγούρια, σχηματίζονταν οι μονάδες και χωρίς καθυστέρηση ξεκινούσαν πεζοί  για το μέτωπο. Ανάμεσα σε αυτούς που κατατάχθηκαν ήταν και οι δικοί μας καθηγητές και δάσκαλοι. Τις μέρες αυτές  τρέχαμε κι εμείς και βλέπαμε  τους στρατιώτες μας που φεύγανε. Μπροστά οι αξιωματικοί με τις επωμίδες και τα αστέρια τους και πίσω συντεταγμένοι οι στρατιώτες. Τότε αρχίσαμε να μαθαίνουμε τους βαθμούς των αξιωματικών και υπαξιωματικών και να τους αναγνωρίζουμε από τα διακριτικά τους. Τους βλέπαμε όλους με περηφάνια, νιώθαμε σιγουριά πως οι εχθροί δεν πρόκειται να πατήσουν τα χώματα της πατρίδας. 
   Την επόμενη εβδομάδα ξανάρχισαν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Συνήλθαμε από τα πρώτα δυσάρεστα συναισθήματα και αρχίσαμε  να παίρνουμε θάρρος κυρίως από το γεγονός ότι τις πρώτες κιόλας μέρες οι εχθροί απωθήθηκαν  πίσω στην Αλβανία και ο στρατός μας προχωρούσε κι άρχισε να καταλαμβάνει πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Κάθε φορά που έπεφτε μια πόλη στα ελληνικά χέρια χτυπούσε χαρμόσυνα η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Δημητρίου, αναγγέλλοντας την πτώση της Κορυτσάς και σε συνέχεια Χιμάρα, Τεπελένι, Πόγραδετς κλπ. Τις μέρες αυτές περνούσαν από τη Σιάτιστα οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ιταλοί στρατιώτες. Όλα αυτά τα γεγονότα μας γέμιζαν χαρά και ενθουσιασμό. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα πιστεύαμε πως γρήγορα θα τελείωνε και ο πόλεμος.
    Μια είδηση όμως λύπησε βαθύτατα, ιδιαίτερα εμάς του μαθητές του Γυμνασίου. Από τους πρώτους πεσόντες στο μέτωπο ήταν και ο καθηγητής μας Παναγιώτης Γράβας. Σε μια εξόρμηση μια σφαίρα τον βρήκε κατάστηθα και τον έριξε νεκρό. Τον θυμάμαι ακόμα που δάκρυσε, όταν στο μάθημα της Ιστορίας μας μιλούσε για το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έδειχνε τέτοια λύπη και συγκίνηση το πρόσωπό του, που τη μετέδιδε και σε μας. Ήταν ένας σιατιστινός φλογερός πατριώτης κι ένας άριστος  δάσκαλος.
    Ο χειμώνας του 1940-41 ήταν βαρύς. Οι σιατιστινές γυναίκες θέλοντας να βοηθήσουν βάλθηκαν να πλέκουν μάλλινες κάλτσες, γάντια, φανέλες, για να τα στέλνουμε στα παιδιά μας στο μέτωπο, που αντιμετώπιζαν κι έναν άλλο εχθρό, το δριμύ κρύο, τα χιόνια και την παγωνιά με συνέπεια τα φοβερά κρυοπαγήματα. Ο πόλεμος συνεχιζόταν και ο ηρωικός στρατός πολεμούσε ασταμάτητα.
 Όμως ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων έπρεπε να καμφθεί. Το μοναδικό παράδειγμα αντίστασης στον Άξονα, που καθυστερούσε την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων του και μείωνε απελπιστικά το γόητρο του, έπρεπε  να εκλείψει. Ποιος άλλος ευρωπαϊκός στρατός μπόρεσε να υψώσει το ανάστημά του και να πολεμήσει τον ως τότε αήττητο  Άξονα όπως ο Ελληνικός;
   Στις 6  Απριλίου 1941 η χιτλερική Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της  Ελλάδας και από κοντά και η  σύμμαχός της Βουλγαρία. Ο μικρός Δαβίδ υπέκυψε τελικά ύστερα από άνισο αγώνα στη δύναμη των πολλών Γολιάθ. Ήταν πριν από το Πάσχα του 1941. Βγαίναμε απάνω στο εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας κοντά στο Βρέτο  και βλέπαμε τις φάλαγγες των στρατιωτών μας, ηρώων του πολέμου της Αλβανίας, να γυρνούν στην πατρίδα. Ρωτούσαμε με αγωνία τους πρώτους  που έφτανα αν είδαν κάποιον δικό μας, αν ακολουθούσε κι αυτός. Η αγωνία έτρωγε τον καθένα από αυτούς που περίμεναν τους δικούς τους. Κουρασμένοι οι στρατιώτες μας, ταλαιπωρημένοι από την πολύμηνη μάχη στα αλβανικά βουνά αγκάλιαζαν τους δικούς τους  πνίγοντας την πίκρα τους για την «άδοξη» επιστροφή, χαρούμενοι όμως που γύριζαν στη ζεστασιά του σπιτιού τους.
    Τώρα πια άρχιζε η περίοδος της Κατοχής κι όλοι μας μικροί και μεγάλοι σκεπτόμασταν με αγωνία για το αύριο. Από τη Σιάτιστα πέρασαν κάποιες μονάδες  γερμανών στρατιωτών πάνω σε μοτοσικλέτες και έψαχνα για άγγλους στρατιώτες. Προχωρούσαν χωρίς αντίσταση πια κατευθυνόμενοι προς Κοζάνη ή Γρεβενά χωρίς να δίνουν σημασία σε κανένα. Η  Ελλάδα είχε μοιραστεί σε τρεις ζώνες κατοχής. Η περιοχή μας μαζί με τα Γρεβενά και την Καστοριά ανήκαν στην Ιταλική ζώνη ενώ η Κοζάνη στη Γερμανική. Στη Σιάτιστα εγκαταστάθηκε μια  ομάδα ιταλών στρατιωτών σε ένα σπίτι που είχαν επιτάξει  στην περιοχή της Φούρκας. Αυτή ήταν η περιβόητη Φινάντσα, που έπιασε αμέσως δουλειά. Έψαχναν για όπλα που τυχόν δεν παραδόθηκαν και προσπαθούσαν να φοβίσουν τον κόσμο, απαιτούσαν να τους χαιρετούν οι πολίτες με φασιστικό τρόπο. Θυμάμαι ένα περιστατικό που με έκανε να αισθανθώ απεριόριστη αγανάκτηση και λύπη. Πίσω από τον Άγιο Δημήτριο στο πάρκο του Ν. Δήμου ήταν η γνωστή στους μεγαλύτερους καϊσιά και γύρω από τον κορμό της είχε χτιστεί πεζούλι  κι εκεί  τοποθετήθηκε ένα παγκάκι, όπου καθόμασταν για ξεκούραση. Ένας ιταλός στρατιώτης που περνούσε είδε έναν  ηλικιωμένο σιατιστινό  που καθόταν και δεν σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Τον πλησίασε, του έκανε παρατήρηση στα  ιταλικά και με όλη τη δύναμη του έδωσε ένα χαστούκι που ο ταλαίπωρος ταλαντεύτηκε, έτοιμος να πέσει. Σήμερα ακόμη θυμάμαι αυτήν την εικόνα.
    Στη φινάντσα έφερναν Σιατιστινούς με την κατηγορία ότι είχαν όπλο κρυμμένο κι ότι έπρεπε να το παραδώσουν κι όταν ο κατηγορούμενος αρνιόταν, άρχιζε το ξύλο μέχρις αναισθησίας. Τι όμως να παραδώσει, αφού όπλο κρυμμένο δεν είχε;
     Η φοίτηση και τα μαθήματα στο γυμνάσιο συνεχίζονταν αν και με λιγότερους καθηγητές. Για το φόβο των Ιταλών σταματήσαμε να λέμε την προσευχή και να ψάλουμε τον Εθνικό Ύμνο στο προαύλιο και τα πραγματοποιούσαμε μέσα κλείνοντας την πόρτα της εισόδου. Αργότερα σταμάτησε κι αυτό.
Οι καθηγητές μας με υψηλό αίσθημα ευθύνης και πατριωτισμού, ήρωες πραγματικοί συνέχιζαν τη δουλειά τους με αμείωτο ενδιαφέρον για τους μαθητές τους. Ποιον να θυμηθώ πρώτα; Το μαθηματικό μας Δ. Σπύρου, του οποίου το ενδιαφέρον για το Γυμνάσιο της πατρίδας του ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο επέβαλε η υπαλληλική του  ιδιότητα, τον Αγαπητό Τσοπανάκη, μετέπειτα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αργότερα ακαδημαϊκό, τον ευγενέστατο και πάντα μειλίχιο Ι. Ρόσιο και άλλους τόσους!
     Εδώ θεωρώ υποχρέωση μου να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που με αφορούσε προσωπικά. Το καλοκαίρι του 1942 κι ο γιατρός και πάνω απ’ όλα άνθρωπος Λάζαρος Στρακαλής, αδερφός του μετέπειτα Δημάρχου Μιλτιάδη Στρακαλή, διέγνωσε αδενοπάθεια, μια κατάσταση προφυματίωσης, όπως είπε στους γονείς μου.  Κάθε απόγευμα επί μήνες παρουσίαζα πυρετό και έχανα βάρος. Τον Οκτώβριο που άρχισαν τα μαθήματα πήγα κάποιες μέρες και παρακολούθησα. Μια μέρα ζαλίστηκα στο δρόμο και έπεσα. Με μεγάλο κόπο και βοήθεια γύρισα στο σπίτι και έκλαψα. Τίποτε χειρότερο δεν μπορούσε  να μου συμβεί από το να στερηθώ τα μαθήματα  στο Γυμνάσιο. Οι καθηγητές μου Σπύρου και Τσοπανάκης με ειδοποίησαν ότι θα έρχονταν στο σπίτι, για να μου κάνουν μαθήματα. Πραγματικά ήρθαν δυο ή τρεις φορές και ξαφνικά σταμάτησαν και δεν ξαναήρθαν. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το λόγο και ούτε φυσικά να ρωτήσω το γιατί, άλλωστε μετά δυο εβδομάδες συνήλθα κάπως και άρχισα   να παρακολουθώ τα μαθήματα. Την αιτία της απότομης διακοπής την έμαθα πολλά χρόνια αργότερα από το περιοδικό ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΑ (τεύχος 2, 1959, Α. Τσοπανάκη, Σιάτιστα 1941-1943, σελ. 19, υποσημ. 5). Ο καθηγητής Αγαπητός Τσοπανάκης, γράφοντας για το Γυμνάσιό μας στην περίοδο της  Κατοχής, αναφέρεται στο περιστατικό αυτό λέγοντας ότι, για να είναι τυπικά εντάξει για την ενέργειά τους αυτή, την έθεσαν υπόψη του κ. γυμνασιάρχη, ο οποίος τους είπε ότι απαγορεύεται από το νόμο  και ότι θα το ανέφερε στον επιθεωρητή. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκαν να σταματήσουν τα κατ’ οίκον μαθήματα.
    Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Πριν νυχτώσει έπρεπε να βρισκόμαστε στα  σπίτια μας και δεν επιτρεπόταν να βγούμε παρά μόνο την επομένη το πρωί. Όλα αυτά μας πίεζαν και μας έκαναν να νιώθουμε την έλλειψη της ελευθερίας, την πίκρα της σκλαβιάς, ενώ άρχισε μέσα μας να φουντώνει η αγανάκτηση κατά του  κατακτητή. Περιμέναμε. Πιστεύαμε πως κάποια στιγμή κάποιοι θα έπαιρναν τα όπλα, θα ξεκινούσαν τον αγώνα για την απελευθέρωση. Η είδηση ότι από την Ακρόπολη της Αθήνας κάποιοι τολμηροί νέοι κατέβασαν τη γερμανική σημαία μας γέμισε χαρά και  ελπίδες. Υπήρχαν Έλληνες που σήκωναν το κεφάλι  στους  κατακτητές.
    Κοντά σ’ αυτά έκανε εμφάνιση και το φάσμα της πείνας. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Κατοχής τα μαγαζιά άδειασαν. Λάδι, ζάχαρη, καφές και ό,τι πουλιόταν στα μπακάλικα εξαφανίστηκαν. Τα χρήματα έχασαν την αξία τους κι έγιναν απλά κουρελόχαρτα. Ένα σκληρός αγώνας επιβίωσης άρχιζε. Όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και  άλλα παρεμφερή επαγγέλματα ήταν σε καλύτερη μοίρα. Οι άλλοι έπρεπε να τρέχουν στα χωριά πουλώντας προίκες κοριτσιών, ρούχα δακτυλίδια, ρολόγια κι ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν,  αρκούσε να εξασφάλιζαν  λίγο σιτάρι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο φαγώσιμο  παραγόταν στα χωριά.  Η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με τη μέρα  και ο αγώνας της επιβίωσης γινόταν  κάθε μέρα και πιο δύσκολος. Μέσα στις παιδικές ακόμα καρδιές θέριευε η αγανάκτηση και η έχθρα για τους κατακτητές. Περιμέναμε μια είδηση, να ακούσουμε πως κάπου οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν, πως πήραν  τα όπλα κατά των κατακτητών. Προς το  τέλος του '42 φήμες κυκλοφορούσαν παντού  ότι στα βουνά υπάρχουν αντάρτικες ομάδες. Ακούσαμε πως ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, κατόρθωμα που το έμαθε όλος ο κόσμος και πέρα από την Ελλάδα. Επιτέλους κάποιο φως φάνηκε στο σκοτάδι της Κατοχής. Οι συζητήσεις στο σχολείο μεταξύ μας ήταν περιορισμένες στα μαθήματά μας. Όλοι κάτι ακούγαμε, κάτι ξέραμε, μα σπάνια μιλούσαμε.
     Ένα απόγευμα –ήταν στα τέλη του Φλεβάρη του 1943- με πλησίασε με τρόπο συνωμοτικό ένας από τους συμμαθητές μου – ήμασταν ήδη στην πέμπτη τάξη – και μου είπε πως ήρθε κάποιος από την αντίσταση και πως θέλει να μας μιλήσει. Θα έρχονταν κι άλλοι συμμαθητές κι αν  ήθελα μπορούσα να πάω κι εγώ. Χωρίς σκέψη και με προθυμία, άλλο που δε θέλαμε δηλαδή, το απόγευμα μέρα ακόμη πήγαμε με το συμμαθητή, γείτονα και επιστήθιο φίλο μου, το Γιάννη το Νάκο. Με το Γιάννη γεννηθήκαμε το ίδιο βράδυ, παίζαμε μαζί, πήγαμε μαζί στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και  υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό στην ίδια μονάδα. Ήταν ένα τίμιο, θαρραλέο, σοβαρό και έξυπνο παιδί που μπορούσες να βασίζεσαι πάνω του για όλα. Φτάσαμε στη Γεράνεια, στο Αρχοντικό της Πούλκως. Μπήκαμε  μέσα , ανεβήκαμε μια σκάλα και περάσαμε σε ένα δωμάτιο κάπως στενόμακρο. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί και από τότε δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπάω. Ήταν κι άλλοι στο δωμάτιο, γύρω στα 8-10  άτομα, στην πλειονότητα μαθητές. Καθίσαμε σε ένα ξύλινο πάγκο  και περιμέναμε. Σε ένα τραπέζι έκαιγε ένα μεγάλο κερί και έδινε λιγοστό φως στον ημισκότεινο χώρο. Σε λίγο ήρθε ο άνθρωπος της αντίστασης, ένας ψηλός ξερακιανός τύπος με μικρά στρόγγυλα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση ή συστάσεις και χαιρετούρες άρχισε να μας μιλάει. Μας είπε για την κατάσταση στην Ελλάδα, για τους κατακτητές, για τον αγώνα που πρέπει να κάνουμε για να τους διώξουμε από την πατρίδα μας. Είπε πως σε άλλα μέρη της Ελλάδας είχε οργανωθεί και ξεσηκωθεί ο κόσμος και οι αντάρτες έδιναν μάχες χτυπώντας, όπου μπορούσαν, τους κατακτητές. Μας είπε ακόμη πως η λευτεριά  κερδίζεται με αγώνα και θυσίες, πως έχουμε συμμάχους τους δημοκρατικούς λαούς που πολεμούν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Μίλησε για τη φτώχια, για την πείνα και για όλα τα  δεινά που έφεραν οι κατακτητές. 
Όσο μιλούσε εμείς ακούγαμε χωρίς μιλιά, χωρίς ερώτηση. Κάναμε συνειρμούς κάτι με το Κρυφό Σχολειό, κάτι με τη Φιλική Εταιρεία, κάτι με το Ρήγα κλπ. φέραμε στο μυαλό μας τους αγώνες του 21. Μήπως έτσι ή κάπως έτσι δεν ξεκίνησε ο αγώνας τότε; Τότε δε θυσιάστηκαν Έλληνες, για να ελευθερώσουν την Πατρίδα; Αυτά δε μαθαίναμε και στο Δημοτικό σχολείο και στο Γυμνάσιο; Πέρασε αρκετή ώρα, είχε προχωρήσει η νύχτα και έπρεπε να φύγουμε. Τον εκπρόσωπο της αντίστασης δεν τον ξαναείδαμε, ακούσαμε μόνο ότι τον έπιασαν κάπου στην περιοχή και τον κρέμασαν.
     Όταν βγήκαμε έξω τρομάξαμε από το σκοτάδι. Παρέα με το Γιάννη πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Από τον κεντρικό δρόμο δεν μπορούσαμε να πάμε, γιατί περνούσε μπροστά από τη φινάντσα. Με προφύλαξη πήγαμε από τα στενά σοκάκια κάτω από τον Άγιο Χριστόφορο, πίσω από το λόφο του Αη Λια. Κατεβήκαμε στο Μπούνο και μετά πήραμε τον ανήφορο για τα σπίτια μας. Σε  όλο το δρόμο δε συναντήσαμε  κανένα, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Οι δικοί μας αλαφιασμένοι, μη γνωρίζοντας το λόγο της αργοπορίας μας έβαλαν τις φωνές, με το δίκιο τους φυσικά, για τη λαχτάρα που τους δώσαμε. Πού ήμασταν; Εκεί που θέλαμε να ακούσουμε ότι είχε ξεκινήσει  ο αγώνας για την απελευθέρωση της πατρίδας.
    Την άλλη μέρα πήγαμε κανονικά στο Γυμνάσιο  νιώθοντας διαφορετικά, κάπως περήφανοι. Είχαμε την αίσθηση ότι ξαφνικά γίναμε άνδρες και μπορούσαμε κάτι να προσφέρουμε στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λίγες μέρες αργότερα οι Ιταλοί  εξαφανίστηκαν από τη Σιάτιστα. Φαίνεται ότι πήραν πληροφορίες ότι στη γύρω περιοχή κινούνταν αντάρτικες ομάδες και έφυγαν προς τα Γρεβενά.
     Κάναμε μάθημα και λόγω έλλειψης καθηγητών είχαμε συνδιδασκαλία  πέμπτη και έκτη τάξη μαζί. Μας έκανε μάθημα ο γυμνασιάρχης, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα τα αίθουσας και εμφανίστηκε ο Νάσιος, ένας πιτσιρίκος τύπος γαβριά με ένα παιδικό θρασύ πρόσωπο, στάθηκε εκεί χωρίς να προχωρήσει μέσα. Όλοι τον βλέπαμε απορημένοι.
          Κυρ δάσκαλι, είπιν ου καπιτάνιους ν’ απουλύκ’ς τα πιδιά, θα ουμιλήσ’ κι να παν ν’ ακουσ’ν.
     Τα  είπε και εξαφανίστηκε ξαφνικά και γρήγορα, όπως είχε έρθει. Όλοι μείναμε σκεπτικοί. Ύστερα από λίγο ο γυμνασιάρχης μας είπε να φύγουμε, ήταν άλλωστε η τελευταία ώρα διδασκαλίας. Ο Νάσιος είχε δίκαιο. Στη Σιάτιστα είχε έρθει μια ομάδα ανταρτών του Ελληνικού Λαϊκού  Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) κι ο αρχηγός μιλούσε εκείνη την ώρα στον κόσμο.
Σε λίγες μέρες, στις αρχές του Μάρτη ξεκίνησε  και ο ένοπλος αγώνας στην περιοχή μας με αποκορύφωμα τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου.  Μετά τη μεγάλη αυτή μάχη και την αιχμαλωσία ενός ιταλικού τάγματος το Γυμνάσιό μας σταμάτησε τη λειτουργία του. Οι καθηγητές μας κατέβηκαν υποχρεωτικά στην Κοζάνη. Εκεί τους βρήκαμε τον Ιούνιο, όταν κατεβήκαμε για λίγες μέρες και δώσαμε εξετάσεις, για να πάρουμε το ενδεικτικό  της Πέμπτης τάξης. Στη συνέχεια οι συμμαθητές σκορπίσαμε. Όσοι μπορούσαν συνέχισαν στην Κοζάνη, άλλοι πιθανόν αλλού και πολλοί σταμάτησαν μη μπορώντας να συνεχίσουν για πολλούς λόγους. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκω κι εγώ. Μετά την απελευθέρωση άρχισε να λειτουργεί ξανά το ιστορικό μας Γυμνάσιο. Με διαταγή της Κυβέρνησης δόθηκε η ευκαιρία σε μας να δώσουμε εξετάσεις  και να πάρουμε το απολυτήριο ως «κατ’ιδίαν διδαχθέντες.  Και αυτό  κάναμε.

(πρώτη δημοσίευση στο siatista.gr)

 επιστροφή