Κι αν,  Ντώνη,  έφυγες από κοντά μας, φυσικό επακόλουθο κι αυτό της ζωής, για μας θα ζεις πάντα στην καρδιά  μας  και στη σκέψη μας. Ο καθένας  έχει πολλά καλά να θυμηθεί από σένα. Κι  εγώ,  

            Θα σε θυμάμαι, όταν μαθητής  μεγάλος  εσύ μελετούσες τα μαθηματικά κι εγώ μικρούλα  με θαυμασμό σε παρακολουθούσα. Συν - πλην εσύ, ινς - πλην εγώ στις πρώτες μαθηματικές μου επιδόσεις. Κι  εσύ γελούσες μ' αυτό το ινς -πλην, μα εγώ δε θύμωνα και  δεν ανέστειλα την προσπάθειά μου, γιατί το γέλιο σου με αφόπλιζε.

  Θα σε θυμάμαι, όταν, στα δύσκολα χρόνια της  Κατοχής και της πείνας,  μου έβαζες στο χαρτί λίγο τσιγαρισμένο πράσο,  την ώρα  που η μαμά, η κυρά Δέσποινα, ερχόταν να με πάρει από το σπίτι σας...

            Θα σε θυμάμαι, όταν αργότερα - στα χρόνια του Εμφύλιου -  μια μέρα παρακολουθούσαμε από την αυλή τα αεροπλάνα που φάνηκαν στον ουρανό πάνω από τις γυμνές πλαγιές των βουνών μας.  Εγώ  φώναζα πως ρίχνουν πορτοκάλια κι εσύ με μάζευες μέσα στο σπίτι, για να με προστατέψεις.

            Θα θυμάμαι  πόσο σε καμάρωνα φοιτητή να αγωνίζεσαι  για τη μόρφωσή σου,  να παλεύεις  ταυτόχρονα  - και με τη συμπαράσταση  ιδιαίτερα της Κούλας- για την  επιβίωση χωρίς να βαρυγκομάς  κι αργότερα να θυμάσαι όσα πέρασες χωρίς να παραπονιέσαι για κανέναν και για τίποτε και,  με απόλυτη κατανόηση για τον άνθρωπο, να τα θεωρείς  πως όλα συμβαίνουν  έτσι απλά και φυσικά.

            Σε καμάρωνα,  όταν η γριά γειτόνισσα  σε καλωσόριζε λέγοντας : « Αχ,  Αντωνάκη μ’ ήρθις κι ομόρφηνιν η Σιάτ’στα»!

            Αγαπούσες τους ανθρώπους και είχες το  χάρισμα με το λόγο σου και την υποκριτική σου ικανότητα  να ανασταίνεις παλιούς λαϊκούς τύπους της Σιάτιστας με τη σοφία τους και τα καμώματά τους. Και  ήταν απόλαυση να σε ακούμε .

            Πάντα θα θυμάμαι  πόσο αγάπησες και φρόντισες τους  δικούς σου ανθρώπους, τη Μάνα, που στάθηκε άξια  στο κενό που άφησε ο πρόωρος χαμός της  θείας Χρυσούλας, το μπάρμπα Νίκο, το θείο Παναγιώτη. Θα θυμάμαι τι ήσουν για την Κούλα, το Γάκη, τη Δώρα, την αγαπημένη σου Ζίγκριντ, όταν γύρισες από τη Γερμανία, τα ανίψια σου  κι όλους τους άλλους.

            Ξεχωριστά  όμως  θα θυμάμαι  δυο εικόνες από τη δική σου παρουσία:

Πρώτα την αφήγησή σου για μια κορυφαία στιγμή της ζωής σου, για την ώρα εκείνη της μύησής σου στα ιδανικά της Αντίστασης, της Ελευθερίας, της πανανθρώπινης Ειρήνης.  Η μορφή σου έλαμπε  στη θύμηση εκείνης της μυσταγωγίας, που σε μεταμόρφωσε,  όπως έλεγες, από παιδί σε άντρα με  ιδανικά, με πίστη πως μπορεί ο κόσμος να γίνει καλύτερος και  πως έχουμε χρέος να δουλέψουμε με κάθε θυσία γι' αυτό.

            Κι ο κόσμος ξάδερφε, δυστυχώς δεν άλλαξε, δεν έγινε καλύτερος, όπως τον ήθελες και τον θέλουμε. Μα,  όσο  περνούσε  από το χέρι σου, εσύ τον άλλαζες όπου βρισκόσουν και για πολλούς τον έκανες  αληθινό παράδεισο με τη δική σου καλοσύνη, την κατανόηση , με το χαμόγελό σου, με τις δικές σου φροντίδες για τον  ανήμπορο αλλά και για το δυνατό, τον άλλαζες με την κοινωνική σου προσφορά ως γιατρός και  ως άνθρωπος.

            Κι  έπειτα πάντα θα έχω στα μάτια μου την εικόνα σου νέο παλικάρι να κατηφορίζεις το δρομάκι από το σπίτι σας προς την αγορά, το δρομάκι μπροστά από της θείας Θόλως, όπως το  λέγαμε. Ψηλός , ντελικάτος,  ωραίος -΄Αδωνη σε έλεγαν  τα κορίτσια -  δυναμικός στην κίνηση, με τα χέρια σου φτερούγες να αγκαλιάσουν τον κόσμο όλο. Τα λόγια μου   δεν μπορούν να αποδώσουν πλήρως αυτό που θέλω, μα το μπορούν οι στίχοι του τραγουδιού που έρχονταν και θα έρχονται   πάντα στο νου μου κάθε που θα σε θυμάμαι, γιατί σου ταιριάζουν, και ο τίτλος  του  και μόνος δίνει την ταυτότητά σου: Λεβέντης.

Γι' αυτό,   αγαπημένε ξάδερφε,  σου τους  καταθέτω σήμερα ως μνημόσυνο αγάπης και θαυμασμού και ως υπόσχεση  πως όσο ζω  θα σε θυμάμαι.

 

Σαν  τον αητό φτερούγιζε στη στράτα,

τον καμαρώνει η γειτονιά απ' τα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια,
λεβέντης εροβόλαγε.

 

Στα μάτια του ένα σύννεφο,

μες στην καρδιά του σίδερο·

κυλάει το αίμα, σκέπασε τον ήλιο

κι ο χάρος εροβόλαγε.

 

Σφαλούν τα μάτια κι οι καρδιές,

σφαλούν τα παραθύρια·

μέσα χυμάει ο χάροντας καβάλα

κι εκείνος χαμογέλαγε.

 

Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον ΄Αδη;

Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά και  ανταριάζει;

Γιατί βουβά 'ναι τα βουνά κι οι κάμποι;

Λεβέντης εροβόλαγε.

 

Θεοδώρα Ζωγράφου-Βώρου  

                                                                    

επιστροφή