Ελευθέριος Κουφογιάννης, Σιάτιστα 1948-2012, ήταν φιλόλογος. Γεννήθηκε και έζησε μόνιμα στη Σιάτιστα.

Το  Έθιμο των «κλαδαρών»,  οι σχετικές λέξεις και οι ετυμολογίες τους
(Εθιμολογική και ετυμολογική παρουσίαση) 

      Το έθιμο του ανάμματος των «κλαδαρών», (κλαδαριών) στη Σιάτιστα γίνεται την προπαραμονή των Χριστουγέννων, στις 23 Δεκεμβρίου, μετά τη δύση του ήλιου. Πρόκειται για ένα έθιμο με  βαθιές τις ρίζες του στην ειδωλολατρική αρχαιότητα, τότε που ο ήλιος λατρευόταν ως θεός και κατά τα δύο ηλιοστάσια, το θερινό που συμβαίνει στις 22 Ιουνίου και το χειμερινό στις 22 Δεκεμβρίου, ανάβονταν προς τιμή του φωτιές. Στα χριστιανικά χρόνια παρά τις απαγορευτικές διατάξεις των συνόδων το έθιμο συνεχίσθηκε και έφτασε ως τις μέρες μας με τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη την παραμονή της 24ης Ιουνίου, γιορτής των γενεθλίων του Βαπτιστή Ιωάννη, και τις φωτιές που ανάβονται το δωδεκαήμερο στις παραμονές των γιορτών της Γέννησης, της Περιτομής και της Βάπτισης του Χριστού (Σχετικά δες Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, τόμος ΚΑ΄, λήμμα «ηλιοστάσιον (το)», σελ. 258). Χρήσιμο  ακόμη  είναι να επισημάνουμε  ότι ο  θεός Ήλιος περισσότερο απ’ όλες τις αρχαίες  ελληνικές πόλεις  λατρευόταν  στη  Ρόδο κι ότι ο  χάλκινος κολοσσός της, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, ήταν άγαλμα του λατρευόμενου εκεί Ήλιου.  Στις γειτονιές της Σιάτιστας λίγο παλιότερα ανάβονταν φωτιές και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μικρότερες μάλιστα σε σχέση με τις «κλαδαρές» των Χριστουγέννων. Το άναμμα των «κλαδαρών» αποτελεί ένα φωτόλουστο, ζεστό και χαρμόσυνο χειμωνιάτικο έθιμο απόλυτα ταιριαστό στο πνεύμα της γιορτής της Γέννησης του Θεανθρώπου, του «Ηλίου της δικαιοσύνης», όπως αναφέρεται στο απολυτίκιο των Χριστουγέννων: «Η γέννησίς Σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο Σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν, Κύριε δόξα σοι». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η 25η Δεκεμβρίου ορίσθηκε ως χωριστή γιορτή της Γέννησης του Χριστού πρώτα στη Ρώμη από τα μέσα του 4ου αιώνα  σε αντίδραση προς τη γιορτή των γενεθλίων του θεού «Ήλιου του αήττητου (ανίκητου) - Solis invicti» που οι ειδωλολάτρες της Ρώμης γιόρταζαν τη μέρα αυτή. H 25η Δεκεμβρίου ως γιορτή της Γέννησης του Χριστού καθιερώθηκε γρήγορα σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο . Στην εκκλησία της Καισάρειας της Καππαδοκίας εισήγαγε τη γιορτή ο Μέγας Βασίλειος και στην εκκλησία  της Κωνσταντινούπολης  ο Γρηγόριος ο Θεολόγος .  Παλιότερα η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου γιορτάζονταν την ίδια μέρα απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες στις 6 Ιανουαρίου με την κοινή ονομασία Θεοφάνεια ή Επιφάνεια (Σχετικά δες Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λήμμα «Χριστού Γέννηση» , τόμος 61ος , σελ. 341 και  Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία , εκδότης Μαρτίνος Αθανάσιος, λήμμα  «Χριστούγεννα», τόμος  12ος , σελ. 352 )

Σχηματική παράσταση της ‘’κλαδαράς’’
                                                        

                                                                                  ΦΟΥΝΤΑ


                                                Τρύπα όπου χώνεται και στηρίζεται το βιργί                                        

                                                                   
ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΙ  ΟΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΕΣ  ΤΟΥ

Κλαδαρά < κλαδαριά : σωρός αρχικά ξερών κλαδιών κατά την πρώτη και κύρια σημασία της λέξης και κατόπιν ξερών χόρτων τα οποία ονομάζονται ‘’φουρφούρια’’ και  «λόζιους»

Φούντα  < λατινικό funda,ae : σφεντόνα

Η λέξη φούντα κάποτε ταυτίστηκε σημασιολογικά με την ελληνική λέξη ‘’θύσανος‘’ λόγω της παρομοιότητας της μορφής των αντικειμένων που σημαίνουν. Έτσι η λέξη ‘’φούντα-θύσανος’’ σημαίνει τη δέσμη από κλωστές (νήματα) που δένονται μεταξύ τους στη μια άκρη τους, ενώ στην άλλη αφήνονται ελεύθερες. Σ’ ό,τι αφορά όμως στην κλαδαρά η φούντα γίνεται από ξερά χορτάρια, κύρια από κουκ(κ)ουδουφόκαλις  (κουκ(κ)ουδοφόκαλες), και δένεται με φορά προς τα πάνω στην κορυφή του βιργιού.

Η κουκ(κ)ουδουφόκαλ(η) είναι μονοετές ποώδες φυτό (χόρτο) της περιοχής, το οποίο ονομάστηκε έτσι από τα κοκκοειδή περιβλήματα  των σπόρων του και από το ότι δέσμες (δεματάκια) αυτού του χόρτου λόγω της αντοχής και ελαστικότητάς του χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται ακόμα στα μαντριά σαν φουκάλις (σάρωθρα, σκούπες). Χρησιμοποιούνταν ακόμα και για σκούπισμα στ’ αλώνια .

Κουκ(κ)ουδουφόκαλ(η), η,  με  «στένωση (κώφωσηή τροπή του άτονου ανοιχτότερου φωνηεντικού φθόγγου «ο »  στον αντίστοιχο   κλειστότερο  φωνηεντικό φθόγγο «u (ου)» από το κουκ(κ)ουδοφόκαλη <κουκ(κ)ούδ(ι) (το) + φο(υ)κάλ(η) (η).

Κουκ(κ)ούδ(ι)  < κοκκκούδιον: μικρός κόκκος, υποκοριστικό <κόκκος.

Φουκάλ(η), η (φοκάλη, η < φροκάλι (το) < φλοκάλι (το) < φιλοκάλιον < φιλοκαλώ: αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ < φιλόκαλος·  πληθυντικός φουκάλις (φοκάλες) με στένωση του άτονου  «ο»  σε «u (ου)» και του άτονου  «e(ε) »  σε (ι).

Φουρφούρια είναι τα ξερά, λεπτά και πιο εύφλεκτα χόρτα που τοποθετούνται στη βάση της κλαδαράς ως πρώτο στρώμα και στη συνέχεια ολόγυρα εξωτερικά πάνω στα από μέσα χοντρά χόρτα της κλαδαράς, τον κυρίως «λόζιο(υ)», πράμα που γίνεται για αισθητικούς και πρακτικούς λόγους, για να είναι η κλαδαρά επιφανειακά περιποιημένη και να ανάβει εύκολα.

Φουρφούρ(ι), του (φουρφούρι,  το) < λατινικό furfur, uris (αρσ. γένους): πίτουρο (πίτυρο) το.

Με τον καιρό η λέξη αποδόθηκε και σε άλλα ξερά, λεπτά και ελαφριά σαν τα πίτουρα πράγματα, όπως τα ξερά ψιλά χόρτα.

Ας έχουμε υπόψη μας και τη σιατιστινή έκφραση ‘’ η πίτα ίγκιν (γίνηκεν- έγινε)  φουρφούρ(ι)’’, που σημαίνει ότι η πίτα καλοψήθηκε και έγινε τόσο αφράτη – σε αυτό συντελεί και το καλό πλάσιμο – που τα πάνω φύλλα, τα οποία καλύπτουν τη γέμιση, ‘’σκροπούν(σκορπούν)’’, δηλαδή τρίβονται με το άγγιγμα σε μικρούτσικα φυλλαράκια σαν τα πίτουρα (πίτυρα).

 Λόζιους λέγονται όλα τα ξερά χορτάρια της κλαδαράς, και τα ψιλά (φουρφούρια)  αλλά κυρίως τα πιο χοντρά, που σωρεύονται χύμα και ανάκατα - τα επιρρήματα αυτά αποτελούν το κλειδί για την ετυμολόγηση της λέξης λόζιους  (λόζιος)- γύρω από το βιργί για να γίνει η κλαδαρά. Χοντρά χόρτα είναι οι μαγκούτες (κώνεια), τα γαϊδουράγκαθα, τα ασπράγκαθα, τα φιδόχορτα, τα μάραθα, οι κολλ(η)τσίδες, τα λάχανα - λάπατα και τα παρόμοια.

Λόζιους, ου  με στένωση  του άτονου - όχι του τονισμένου- φωνηεντικού φθόγγου «ο» σε «u (ου)» από το λόζιος < (γερμανικό επίθετο) lose (λόζε): ο χαλαρός, ο λάσκος, ο σκόρπιος (lose blatter: σκόρπια φύλλα), ο μη συσκευασμένος (loser tee: μη πακεταρισμένο τσάι), ο χύμα. Επίσης από τη λέξη λόζιους παράγεται το ρήμα «λουζιάζου» [ με στένωση του άτονου φθόγγου «ο (ω)» σε «u (ου)» από το  λοζιάζω] που σημαίνει ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω.
Επίσης ας έχουμε υπόψη μας και την έκφραση "γίνιτι λόζιους" (γίνεται λόζιος): τα πράγματα είναι όπως ο λόζιος, χύμα και ανάκατα- υπάρχει ακαταστασία- δεν υπάρχει τάξη.
Ταυτόσημή της είναι η έκφραση "γίνιτι μύλους" (γίνεται μύλος) υπάρχει ανακατωσιά.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι  όσοι συμπατριώτες μας  Χωριώτες (από τη συνοικία της Χώρας )  έγραψαν  για τις κλαδαρές  ονομάζουν τα ξερά χόρτα της κλαδαράς  λόζιου .  Αντίθετα  οι συμπατριώτες μας  Γερανιώτες  τα ονομάζουν  φουρφούρια.  Οι  Φουρκιώτες πάντως  ως οι κοντινότεροι στη  Γεράνια   Χωριώτες   κάνουν χρήση και των δύο λέξεων .

Για τη στήριξη του σωρού της κλαδαράς, μια και παίρνει αρκετό ύψος (τρία με τέσσερα μέτρα ως τη φούντα· οι κλαδαρές που στήνονται στον κεντρικό δρόμο είναι οι ψηλότερες), ανοίγεται στο έδαφος τρύπα, όπου χώνεται και στηρίζεται με πέτρες και χώμα ένα μακρύ ραβδί, το βιργί, αφού πρώτα δεθεί στην κορυφή του με σύρμα η φούντα. Βιργί < βεργί < βεργίον, υποκοριστικό < βέργα < ιταλικό verga < λατινικό virga: ράβδος, κλάδος, κλώνος.
Σημείωση:

Η λέξη "λόζιο(υ)ς" αποτελεί ένα από τα γλωσσικά  κατάλοιπα της εμπορικής δραστηριότητας των πραματευτάδων της Σιάτιστας στα εδάφη της Αυστρουγγρικής αυτοκρατορίας κύρια μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), με την οποία η νικήτρια στον πόλεμο κατά των Τούρκων Αυστρία έγινε ηγεμονεύουσα δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη και η εμπορική και γενικότερα οικονομική επαφή των δραστήριων Ελλήνων πραματευτάδων με τη χώρα αυτή έγινε πυκνότερη. Έτσι ο 18ος αιώνας, που ακολούθησε, υπήρξε για τις πόλεις των πραματευτάδων ο αιώνας της εμπορικής και οικονομικής τους ακμής. Ως παραδείγματα ας πάρουμε την πατρίδα μας Σιάτιστα και τη Βοσκόπολη ή Μοσχόπολη της Βόρειας Ηπείρου, δύο πόλεις πραματευτάδων που με ανάλογη εμπορική και οικονομική ανάπτυξη έφθασαν στην ακμή τους τον αιώνα αυτό και έγιναν πόλεις του πλούτου, των λαμπρών εκκλησιών και αρχοντικών και στόχος των τουρκαλβανών ληστών. Αυτής της εμπορικής επαφής με τις γερμανόφωνες χώρες της κεντρικής Ευρώπης γλωσσικά κατάλοιπα είναι και οι λέξεις: «κιχί» (πιτάκι) < Kuchen: γλύκισμα·  «στρίφι» (πληθ. στρίφια) < streifen: λωρίδα, ταινία· «τζιαρούχ(ι)»: το λάχανο που τοποθετείται σε αρμύρα και συντηρημένο έτσι γίνεται τρυφερό και ξινό, δηλαδή «αρμιά»  < (τ)ζιαρ-κρουτ, (τ)ζιαρ-ρουκ, (τ)ζιαρ-ρουχ < γερμανικά sauer (ζάουερ) + kraut (κράουτ): ξινό λάχανο· «κανταριάζου» (κανταριάζω): ρήμα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα  από τους συμπατριώτες μας αγωγιάτες ή κιρατζήδες (από το τουρκικό «kiraci») και σημαίνει: βάζω τα αχθοφόρα ζώα (υποζύγια) το ένα πίσω από το άλλο δένοντας ή πιάνοντας το σχοινί του καπιστριού του επόμενου, όταν αυτό έχει θηλύκι,   από «κουτσάκ(ι)» (κοτσάκι) του σαμαριού του προηγούμενου. [«Κουτσάκ(ι)»: ένα από τα δύο ξύλινα άγκιστρα στο πίσω μέρος του ξύλινου πλαισίου του σαμαριού, όπου δένονται οι τριχιές κατά το φόρτωμα ή περνιέται και συγκρατείται κρεμάμενο από τη μια και την άλλη μεριά του σαμαριού το δισάκι· έχει την ίδια ρίζα με το ρήμα «κοτσάρω»: προσαρτώ < ιταλικό cozzare: κερατίζω,χτυπώ (για κερασφόρο ζώο) με τα κέρατα < coccio: κέρατο)· δες σχετικά Ν.Π.Ανδριώτη : Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής,  και Γ.Μπαμπινιώτη : Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας].
Κανταριάζου, (κανταριάζω) < καντάρ+ (κατάληξη)  ιάζω <γερμανικό kandare: το χαλινάρι (το σχοινί του χαλιναριού). Το σχοινί που κρέμεται από το καπίστρι του υποζυγίου και μ’ αυτό το τραβούμε-σέρνουμε πίσω μας λέγεται στο τοπικό ιδίωμα  «συρτάρ(ι)» ή «συλτάρ(ι)»  σε ουδέτερο γένος κατά το  σχοινί    ή κατά  το  «λτάρ(ι)» (λητάρι < ειλητάριον)      (σχοινί με το οποίο δένεται κάτι , αφού τυλιχτεί - κουλουριαστεί γύρω απ' αυτό), καθώς  και  «συρταριά» σε θηλυκό γένος κατά το τριχιά. Έτσι "κανταριάζου" σημαίνει δένω τα υποζύγια το ένα από το σαμάρι του άλλου με τη συρταριά. Το καντάριασμα ήταν η διάταξη των υποζυγίων ενός καραβανιού, όταν βρισκόταν σε κίνηση.
Για τη σχέση των παππούδων μας με τις χώρες της Αυστρουγγρικής αυτοκρατορίας ας έχουμε υπόψη μας το παρακάτω χωρίο :
Τη  στενή  επαφή των  Δυτικομακεδόνων  και ιδίως  των Σιατιστινών και Κοζανιτών  με  την  Αυστροουγγαρία μαρτυρούν ακόμη και σήμερα οι δανεισμένες από τη γερμανική  λέξεις, που πέρασαν τα χρόνια  εκείνα  στο  στόμα τους , π.χ. φιρχάν (Vorhang),  στρίφιες  (Strumpfe), κιχιά  (Kuchen), στιβάλια  (Stiefel) , κ.ά.  Στις  κωμοπόλεις και πόλεις  της  Δυτικής Μακεδονίας , καθώς στα Αμπελάκια και στον Τίρναβο   η  γερμανική  γλώσσα ήταν  οικεία στους  κατοίκους των και  πολλοί τη μιλούσαν .
( Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος : Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, ιβ΄έκδοση , εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 91)

Σημείωση  :  Stiefel   (στίφελ) , το υπόδημα , το παπούτσι  ·  Vorhang (φορ-χανγκ) , το παραπέτασμα, η κουρτίνα .

Οι σχετικές με την κλαδαρά λέξεις  «κουκ(κ)ουδουφόκαλ(η)»,  «φουρφούρ(ι)» και  «λόζιους»  και οι άλλες  «τζιαρούχ(ι)» και  «κανταριάζου» ετυμολογήθηκαν από το γράφοντα.
Κουφογιάννης Ελευθέριος,
φιλόλογος