Voros.gr
 

Θέματα Εκπαίδευσης - Παιδείας

 

      

Προσπάθεια επισήμανσης και  καταγραφής των αρετών του Λόγου

(προφορικού και  γραπτού)

                                                          του Φ. Κ. Βώρου

 

     Αρχίζουμε με τον προφορικό, που είναι συνήθως πιο άμεσος και πηγαίος και ολισθηρός, ή  με τον γραπτό που μπορεί να διατυπωθεί με άνεση χρόνου, με περισσότερη περίσκεψη και προσοχή;  Αρχίζουμε με τον προφορικό, που είναι πιο εύκολος και συχνός για όλους, ή με τον γραπτό, που είναι πιο δύσκολος και γράφεται μόνο από όσους έχουν ειδική παιδεία  και άσκηση;

          Με ποια μορφή  λόγου μπορούμε να έχουμε περισσότερη πιθανότητα για επιτυχία ή και για ολισθήματα;

          Πάντως, όταν κάνουμε λόγο για Αρετές  του Λόγου, αναφερόμαστε σε αρετές κοινές (στον προφορικό και γραπτό λόγο) ή  διαφορετικές , που κοσμούν ετούτον ή εκείνον ειδικά.

          Νομίζω ότι έχουμε αρετές πολλές κοινές στην προφορική και γραπτή αξιοποίηση του λόγου για την επικοινωνία μας. Υπάρχουν όμως και αρετές που κοσμούν μόνο τον προφορικό  ή μόνο το γραπτό λόγο. Και αρετές  ειδικές για το λόγο τον παιδαγωγικό ή τον επιστημονικό  ή τον πολιτικό ή τον επαγγελματικό, με τις ποικίλες επιδόσεις τους.

 

          Α΄. Αρετές του λόγου γενικά:

Ο λόγος, η γλώσσα (ως σκέψη και έκφραση) αποτελεί το κυριότερο μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων, μολονότι κάποτε ένα νεύμα ή ένα βλέμμα μπορεί να έχει πολλή εκφραστικότητα ή παραστατικότητα, περισσότερη από τον κοινό λόγο, αλλά φευγαλέα. Ο λόγος όμως, προφορικός ή γραπτός, αποτελεί τη συνηθέστερη έκφραση των σκέψεων ή επιθυμιών και επιδιώξεων του ανθρώπου, για την επικοινωνία με το συνάνθρωπό του,  για πολλούς λόγους:

- Να ρωτήσει για κάτι που δε γνωρίζει.

- Να ζητήσει κάτι που χρειάζεται.

- Να  απαντήσει σε κάτι που ρωτήθηκε.

- Να εκφράζει το θαυμασμό ή την αποστροφή ή την ανησυχία του για κάτι που βλέπει    ή ακούει.

- Να μεταφέρει ένα μήνυμα που του εμπιστεύθηκαν.

- Να αφηγηθεί μια ιστορία, ένα περιστατικό που το έζησε.

- Να  γράψει τις εντυπώσεις του από μία επίσκεψη.

- Να δώσει μια εξήγηση φαινομένου, μια ερμηνεία κάποιου περιστατικού, μια απολογία για πράξη δική του

- Να διατυπώσει  τις εκτιμήσεις του για κάτι  που έμαθε (άκουσε, διάβασε, είδε...).

- Να πει τη γνώμη του για κάτι που ρωτήθηκε ή νόμισε ότι οφείλει να μιλήσει γι’ αυτό.

- Να δηλώσει γενικά την παρουσία του, την επιδοκιμασία του ή τη διαμαρτυρία του.

- Να αναλύσει μια πρότασή του σε ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος.

          Σε όλες  τις περιπτώσεις η επικοινωνία του ευκολύνεται, ο λόγος του γίνεται κατανοητός και ενδεχόμενα ευχάριστος και γοητευτικός, εάν έχει κάποια γνωρίσματα που αναγνωρίζονται ως θετικά. Συγκεκριμένα:

Αρετές του λόγου γενικά  μπορεί να  θεωρηθούν:

        Αρετή πρώτη : κυριολεξία και ακρίβεια, χρήση της  λέξης που εκφράζει αυτό ακριβώς,  το  οποίο θέλει να δηλώσει ο χρήστης της γλώσσας  την ώρα που ομιλεί ή γράφει. Αν χρησιμοποιεί μια λέξη με νόημα μεταφορικό, αρκεί να κάνει κατανοητό αυτό το μεταφορικό νόημα. Λογουχάρη, τούτο τον καιρό στην πολιτική μας  ζωή χρησιμοποιείται ο όρος διαφάνεια μεταφορικά, για να δηλωθεί η εντιμότητα στη διαχείριση των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και άλλων  ζητημάτων. Κυριολεκτεί και ακριβολογεί ο χρήστης της γλώσσας,  αν απευθύνεται σε ακροατήριο που έχει αποδεχτεί  και κατανοεί τον όρο διαφάνεια ως αίτημα για εντιμότητα. Αν αυτό δε συμβαίνει, έχει  εκείνος υποχρέωση να διευκρινίσει τον όρο που αξιοποιεί.

       Αρετή δεύτερη: η συντομία και σαφήνεια. Συντομία δε σημαίνει παράλειψη του αναγκαίου λόγου, αλλά αποφυγή του περιττού. Επανάληψη  κάποιων λόγων, εννοιών ή φράσεων  είναι δεκτή μόνο για λόγους έμφασης (ή για λόγους μαθησιακής εμπέδωσης σε ώρα διδασκαλίας, για λόγους παιδαγωγικής διευκόλυνσης). Σαφήνεια  έχει ο λόγος, όταν μεταδίδεται  στον ακροατή / αναγνώστη νόημα καθαρό, που δεν αφήνει στον αποδέκτη αμφιβολία για το περιεχόμενο, το μήνυμα, για  το νοούμενο.

          Αρετή τρίτη του λόγου: η ευπρέπεια. Είτε πρόκειται για αισθήματα φιλικά είτε για διατύπωση διαφωνίας και κριτικής ή και  αντιπαλότητας ο συνετός χρήστης του λόγου , προφορικού ή γραπτού, εκφράζει άνετα τη σκέψη  / βούλησή του  με λόγια που αρμόζουν για επικοινωνία ευγενική , αποφεύγει ό, τι  δεν πρέπει να ειπωθεί / γραφεί ως υπερβολή φιλικών αισθημάτων (π.χ. κολακείες)  ή επικριτικών διαθέσεων (π.χ. λόγια υβριστικά).

      Αρετή τέταρτη του λόγου: η γλωσσική ορθότητα σύμφωνα με την επικρατούσα γραμματική / συντακτική δομή της γλώσσας στο κοινωνικό επίπεδο του πομπού και του δέκτη κάποιου  συγκεκριμένου μηνύματος. Η προσοχή για γλωσσική ορθότητα δεν είναι ζήτημα τυπικό ούτε απλά ένα ζήτημα γνώσης επαινετής,  αλλά και προστατεύει τους χρήστες από παρερμηνείες ή κακοήθειες ανεπιθύμητες. Παραδείγματα για αποφυγή:

          Ιστορικός εγγράμματος έχει γράψει για   εκστρατευτικό σώμα που είχε σταλεί  στην Ουκρανία το 1919-1920, ότι  οι δυο ελληνικές μεραρχίες «αποτελούσαν την πιο αξιόμαχη δύναμη μέσα στους  70.000  περίπου άνδρες, που αριθμούσε  το συμμαχικό εκστρατευτικό σώμα»... (απροσεξία στη συντακτική τοποθέτηση του «περίπου» δημιουργεί απροσδόκητη μείωση ή αμφισβήτηση  του ανδρισμού των στρατιωτών. Η θέση του προσδιορισμού «περίπου» είναι κανονικά  πριν από τον αριθμό 70.000[1].

          Ανάλογο δείγμα ανεπιθύμητης  ηχητικής ακολουθίας -πολύ συνηθισμένο - είναι τούτο : «Ο άνθρωπος που στις έδωσε αυτές τις πληροφορίες  αξίζει περιφρόνηση».

Αλλο  δείγμα  για αποφυγή: «Θα ήταν γύρω στο 380 π.Χ. που στην Αθήνα ήρθε για πρώτη φορά ο Διογένης  από τη Σινώπη,  την  πατρίδα του, όπου  είχε διαπράξει ολίσθημα».

Αυτές οι ανεπιθύμητες ηχητικές  ακολουθίες εύκολα, νομίζω, αποφεύγονται (π.χ. που ήρθε στην Αθήνα...που είχε διαπράξει ...).

          Σε κείμενο ιστορικό[2] για την προέλευση των Ινδοευρωπαίων και της γλώσσας τους διαβάζω: «Η ύπαρξη μιας γλώσσας συνεπάγεται  την ύπαρξη μιας γλωσσικής  κοινότητας». Αναρωτιέμαι και σημειώνω στο περιθώριο: «συνεπάγεται ή προϋποθέτει» ;

        Αρετή Πέμπτη και κυριότατη: Να έχει πληρότητα[3] ο λόγος και συλλογιστική δομή αναγνωρίσιμη και πειστική, εάν και εφόσον ο χρήστης της γλώσσας ως πομπός ενός μηνύματος επιθυμεί και επιχειρεί να φωτίσει ή να πείσει το δέκτη με κάποιο επιχείρημα, όχι απλά να επιβάλει την άποψή του. Δείγμα συλλογιστικής δομής: «επειδή προβλέπεται βροχή και είναι πολύ πιθανό να μας βρει στο ύπαιθρο, προτείνω να έχουμε ανάλογη αμφίεση (και υπόδηση και αλεξιβρόχιο)»[4].

      Αρετή  έκτη και κορυφαία: η τεκμηρίωση του λόγου, ειδικά όταν πρόκειται για ζητήματα που η αλήθεια τους περισσότερο απασχολεί τον πομπό και το δέκτη. Επίσης, όταν πρόκειται για ζητήματα επίμαχα, ίσως για λόγους επιστημονικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς. Με τον όρο τεκμηρίωση εννοούμε την παρουσίαση στοιχείων που επιβεβαιώνουν το λόγο του πομπού και που γίνονται κατανοητά και αποδεκτά ως αξιόπιστα από τους ακροατές ή αναγνώστες... Αυτονόητο ότι τα τεκμήρια μνημονεύονται με ακρίβεια (παραπομπής) και είναι επισκέψιμα για κείνον που παίρνει το μήνυμα (προφορικό ή γραπτό).

 

 Β΄. Αρετές του προφορικού λόγου ειδικά (πέρα από τις γενικές αρετές που προσημειώσαμε και που αναφέρονταν στην ορθότητα και ακρίβεια, πληρότητα... περιεχομένου) :

     Αρετή πρώτη: να είναι ακουστικά άνετος ο λόγος για ακροατή με φυσιολογική ακουστική ικανότητα: ούτε φωνασκία ενοχλητική, ούτε λόγια υποτονικά και μασημένα που κουράζουν τον ακροατή.

     Αρετή δεύτερη: Να είναι ηχητικά ευδιάκριτες οι λέξεις, οι φράσεις, οι προτάσεις.

Οι παραπάνω αρετές είναι εύλογα απαιτητές κατά την προσωπική επικοινωνία ατόμων / ομάδων, όταν μάλιστα ο δέκτης έχει την ευχέρεια να ζητήσει   από τον πομπό/ συνομιλητή του κάποια διευκρίνιση ή επανάληψη.

Ιδιαίτερη αξία έχουν αυτές οι αρετές (και αποτελούν υποχρέωση για τον πομπό) στη σύγχρονη λειτουργία των οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσης ( ραδιόφωνου και τηλεόρασης). Αν οι αρετές αυτές παραμελούνται ή με οποιονδήποτε τρόπο μειώνονται (λ.χ. από «κοκορομαχίες» στην τηλεόραση)  διαπράττεται αδικία εις βάρος του δέκτη, θεατή - ακροατή μονόπλευρη και αδικαιολόγητη. Η αδικία είναι πιθανό να οφείλεται  στους «κοκορομαχούντες» ή στην αδυναμία του διαιτητή να επιλέξει συνομιλητές και να ασκεί  αποτελεσματική διαιτησία. Οπωσδήποτε η «κοκοραμαχία» δεν αποτελεί απλό εμπόδιο στο να είναι ο λόγος κατανοητός, ίσως και να είναι  σκόπιμη / συνειδητή επιδίωξη των κοκορομαχούντων, ώστε  να μην αφήσουν να ακουστεί η γνώμη του αντιπάλου. Σε τέτοιες περιπτώσεις μοιραία κρίνονται ως λιγότερο αξιόπιστοι εκείνοι που διακόπτουν το συνομιλητή, για να μην ακουστεί η άποψή του. Γιατί εύλογα ο διακοψίας και θορυβοποιός θεωρείται ότι :

-         ή δεν έχει επιχειρήματα ή αδυνατεί να τα διατυπώσει

-         ή φοβάται ως ισχυρότερα του άλλου τα επιχειρήματα

-         ή κάνει επίδειξη θορυβοποιίας έναντι κάποιου «αόρατου αφεντικού» και

-         οπωσδήποτε δείχνει ανευλάβεια για το συνομιλητή και τον ακροατή / θεατή.

 

Μια ακόμη ειδικά εκτιμήσιμη  αρετή του  προφορικού  λόγου: ο ρυθμός εκφώνησης, η αυξομειούμενη ένταση της φωνής  , που ενδέχεται να εγκλείει και μουσικότητα. Από το ρυθμό εξαρτάται και η κατανοητότητα του λόγου (λόγια πολύ βιαστικά ειπωμένα πιθανό και να μην είναι ευδιάκριτα και κατανοητά από τον ακροατή, να μην είναι και αφομοιώσιμα από μαθησιακή άποψη).  Η αυξομείωση της φωνής πιθανό να εκφράζει συναισθηματισμό ανάλογο και ταυτόχρονα αποτρέπει τη μονοτονία. Και λειτουργεί διεγερτικά για την προσοχή ή και τη συμπάθεια του ακροατή για τον εκφωνητή του λόγου. Η αρετή αυτή μπορεί να είναι απαιτητή σε ειδικές περιπτώσεις (π.χ. στο θεατρικό λόγο), αλλά και εκτιμήσιμη στην καθημερινή επικοινωνία, όπου δε λείπουν οι συγκινήσεις της ζωής, οι οποίες επηρεάζουν αυθόρμητα την εκφώνηση του λόγου.

 

Γ΄. Αρετές του λόγου του γραπτού ειδικά.

Μολονότι κυριότερη μορφή λόγου επικοινωνίας είναι αυτή του προφορικού λόγου, η πιο υπεύθυνη και παραμόνιμη και μακρόβια    μορφή του είναι η γραπτή, για τους λόγους που θα εκθέσουμε:

          Ο γραπτός λόγος παράγεται από άτομα με ειδική παιδεία και άσκηση για το έργο αυτό.

          Τα άτομα αυτά γράφουν συνήθως σε χρόνο ειδικό και με άνεση για περισσότερη αυτοσυγκέντρωση και προσοχή. Επιπλέον, συνήθως έχουν δυνατότητα να ξαναδούν το κείμενό τους και ενδεχόμενα να το τροποποιήσουν, περιορίζοντας έτσι  τα συμπτώματα αρχικής βιασύνης ή αβλεψίας. Επιπλέον, γνωρίζουν ότι το γραπτό μένει ως αποδεικτικό υλικό για μόνιμο έπαινο ή κριτική του συντάκτη από τον αναγνώστη, που μπορεί να είναι απρόβλεπτος και ανεπιθύμητος, πέρα από τον αρχικό αποδέκτη,  φίλος ή επικριτής.

          Για όλους αυτούς τους λόγους αναμένουμε συνήθως στο γραπτό να βρίσκουμε τις πιο πολλές αρετές από όσες μνημονεύσαμε, π.χ. ακριβολογία, σαφήνεια, συλλογιστική δομή, τεκμηρίωση, πληρότητα κ.λπ. (εκτός από το ρυθμό εκφώνησης και την αυξομείωση της φωνής).

          Τα ειδικά γνωρίσματα του γραπτού λόγου μπορεί να είναι (και να κρίνονται ως  αρετές) τα εξής:

         Λόγος ευανάγνωστος (χειρόγραφος ή πληκτρολογημένος),  με στοιχεία αναγνώσιμα ή   και ευανάγνωστα.

          Λόγος παραγραφοποιημένος και ολοκληρωμένος, με την πρόνοια ότι ο αποδέκτης  συνήθως δεν έχει την ευχέρεια να ζητήσει διευκρινίσεις.

          Ιδιαίτερα σαφής και με δυνατότητα για υποσελίδιες παραπομπές  ή αναλύσεις  δύσκολων σημείων.

          Πιο συνοπτικός από τον προφορικό λόγο, για λόγους διευκόλυνσης και εκείνου που γράφει και εκείνου που θα διαβάσει.

          Λόγος προσεκτικά τεκμηριωμένος και συλλογιστικά δομημένος, ειδικά όταν αναφέρεται σε ζητήματα  επίμαχα ή αμφισβητούμενα ή δυσαπόδεικτα (διαδικαστικά, ιστορικά, γενικότερα επιστημονικά...).  

 

Δ΄. Αλλα πεδία λόγου με ειδικά χαρακτηριστικά:

Ανάλογα με ο πεδίο αναφοράς (π.χ. οικονομική ζωή, κοινωνικά ζητήματα, πολιτική ζωή, Εκπαίδευση, Επιστήμη): μπορεί ο λόγος να απαιτεί διαφορές στο λεξιλόγιο, τη δομή των προτάσεων, τη συλλογιστική δομή, την τεκμηρίωση, την αποδεικτική επιδίωξη, τον τρόπο ομιλίας ή γραφής. Για πολλούς, λοιπόν, λόγους διακρίνουμε είδη   του λόγου  για να τα δούμε χωριστά:

Λόγος  επιστημονικός με κύρια επιδίωξη την αποκάλυψη, τεκμηρίωση  προβολή της αλήθειας.

Λόγος  επαγγελματικός, με αναγκαία συστατικά την ειλικρίνεια, τη συνέπεια...

Λόγος δημοσιογραφικός...

Λόγος  πολιτικός .... Λόγος Κοινοβουλευτικός[5]Λόγος  διπλωματικός...

Λόγος  παιδαγωγικός , με κύριο στόχο την πληροφόρηση της νέας γενιάς και την υποβοήθηση της διαμορφούμενης νέας προσωπικότητας[6].

          Και θα επιχειρήσουμε να δούμε πρώτα  τον Εκπαιδευτικό - Παιδαγωγικό λόγο σήμερα και να καταγράψουμε τις αρετές του, σε όποιο βαθμό μπορούμε να τις διακρίνουμε.

 

Ε΄. Αρετές του λόγου του παιδαγωγικού.

Εύλογο είναι οι εκπαιδευτικοί να θεωρούν ότι  ο πιο σημαντικός και ευεργετικός για την κοινωνία τομέας λόγου είναι ο   παιδαγωγικός, γιατί:

-         Απευθύνεται από την «ώριμη» γενιά στη διάδοχό της, που διανύει περίοδο μαθητείας και περιορισμένης αντιληπτικής δυνατότητας.

-         Εγκλείει  αυτονόητα τη στοργή της.

-        Αποτελεί ειδική προσπάθεια επικοινωνίας με ηλικίες που ενσαρκώνουν περισσή ζωτικότητα, αλλά έχουν χαμηλή  ακόμη αντιληπτική δυνατότητα (αυτή της ηλικίας και εμπειρίας του).

Ποια είναι λοιπόν τα εγγενή γνωρίσματα του παιδαγωγικού λόγου, τα οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως αρετές του, αν υπηρετούν σε υψηλό βαθμό την παιδαγωγία, τη συνειδητή προσπάθεια για επιτυχή αγωγή των νέων; (Αγωγή σε τι; Πώς; Για ποιο λόγο;).

Πρώτη αρετή: λόγος κατανοητός από παιδιά - εφήβους, ηλικίας 6 έως 18 χρόνων (με περιορισμένη και εξελισσόμενη γλωσσική κατάρτιση). .

Δεύτερη αρετή: Λόγος με περιεχόμενο γνώσεων / δεξιοτήτων/ αξιών, που ενδιαφέρουν τους νέους.

Τρίτη αρετή: Λόγος που αποσκοπεί στην καλλιέργεια της αντιληπτικής ικανότητας και της κριτικής ικανότητας.

Τέταρτη αρετή: Λόγος  που κλιμακώνεται ως προς τη δυσκολία, ανάλογα με την ηλικία  του ακροατηρίου και το επίπεδο παιδείας του και της γλωσσικής πορείας του. Και  εκτυλίσσεται μεθοδικά: από το γνωστό προς το άγνωστο, από το αισθητό στο νοητό ή από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, από το ένα στα πολλά και τη γενίκευση.

Πέμπτη αρετή: Λόγος που προσανατολίζει τους νέους προς το νόημα της κοινωνικοποίησης, όπου το άτομο αποκτά και την αξία μέλους.

[ Στη φάση αυτή η γλώσσα είναι όργανο σκέψης και μέσο επικοινωνίας, το Εγώ εντάσσεται και καταξιώνεται μέσα στο Εμείς, η εργασία  καταξιώνεται με την αλληλεγγύη, η προσπάθεια όλων των μελών τα κοινωνίας οικοδομεί τον πολιτισμό ως κτήμα και πεδίο δημιουργίας όλων, με τομείς: οικονομίας , κοινωνικής παρουσίας , πολιτικής δράσης,  τέχνης, τεχνολογίας, ψυχαγωγίας, κοινωνικής αλληλεγγύης, δικαιοσύνης].

Έκτη αρετή: Λόγος που επινοεί και συνοδεύεται  από εποπτικά μέσα, για να γίνεται κατανοητός. Παράδειγμα: με την επίδειξη μόνο ενός γεωγραφικού χάρτη (π.χ. της Μεσογείου και του Εύξεινου  Πόντου), όπου φαίνονται λιμάνια, διώρυγες, ποτάμια ... μπορεί ο δάσκαλος να διευκολύνει εποπτικά  την κατανόηση  του ρήματος πλέει  σε σύνθεση με ποικίλες προθέσεις. Δείγματα:

Ένα πλοίο εισπλέει (ή καταπλέει)  στο λιμάνι του Πειραιά,

περιπλέει την Πελοπόννησο,

αποπλέει  από τον Πειραιά,

αναπλέει τα Στενά του Βοσπόρου,

διαπλέει το Σουέζ  ή τον Ατλαντικό

παραπλέει την Ανδρο.

Και η αξιοποίηση του μαυροπίνακα κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας    είναι ακόμη πιο αποδοτικό εποπτικό σχεδίασμα, γιατί μένει υπομονητικά όλη την ώρα του διαλόγου στην αίθουσα. 

Έβδομη αρετή: Λόγος που εγκλείει  κατανόηση και στοργή για όλα τα παιδιά/ εφήβους της κοινωνίας, με ίση προς όλα προσήνεια, ενθάρρυνση.

Όγδοη αρετή: Λόγος που εγκλείει σεβασμό για  τους άλλους και αποσκοπεί  στη διαμόρφωση προσωπικότητας με ελευθερία σκέψης / έκφρασης και με αίσθημα ευθύνης.

 

Στ΄. Ποιότητα λόγου από εκπαιδευτικούς για θέματα εκπαιδευτικά, λειτουργία  παιδαγωγική .

Είναι πιθανό αυτά  που ονομάζουμε θέματα εκπαιδευτικά να διακρίνονται ως προς το περιεχόμενό τους σε ζητήματα  εκπαιδευτικής πολιτικής (Προγράμματα, Βιβλία, Λειτουργία Σχολείου...)  για την οποία ευθύνεται η πολιτική ηγεσία με τους «συμβούλους» της και ζητήματα παιδαγωγικής  γλώσσας  - συμπεριφοράς της «ώριμης»  γενιάς -ειδικά των εκπαιδευτικών- έναντι των παιδιών της. Για τέτοια ζητήματα η εκφορά λόγου προϋποθέτει   ως ανάγκη, ως σύνεση,  μια αρετή πρόσθετη: προσωπική εμπειρία για την εκπαιδευτική πραγματικότητα και την παιδαγωγική επικοινωνία, προσωπική εμπειρία από την αίθουσα διδασκαλίας, από τη διδακτική πράξη στην αίθουσα. Γιατί δεν μπορεί να γνωρίζει τις ψυχολογικές αντιδράσεις των παιδιών έναντι της μαθησιακής διαδικασίας (της αντίληψης , της γοητείας ή της απώθησης, που προκαλείται από τη διδασκαλία  κάποιου αντικειμένου, με κάποια μέθοδο)  παρά μόνο όποιος δίδαξε στην αίθουσα του σχολείου. Δεν μπορεί να γνωρίζει τη διδαξιμότητα ενός  βιβλίου παρά όποιος το δίδαξε... Για τέτοια ζητήματα   η σοφία ως αρετή του λόγου δεν  είναι προϊόν γραφείου αλλά εμπειρία από την αγία έδρα  της διδασκαλίας στη σχολική αίθουσα.  Και η εμπειρία αυτή σχετίζεται  με τη βαθμίδα Εκπαίδευσης  όπου αποκτήθηκε (στο Δημοτικό Σχολείο, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο), γιατί είναι άλλες οι συμπεριφορές - αντιδράσεις της παιδικής , προεφηβικής, εφηβικής, ώριμης   ηλικίας.

          Η ποιότητα λόγου του εκπαιδευτικού διακρίνεται  και κρίνεται για τις  ακόλουθες δυο πτυχές επικοινωνίας  με  τα μαθητικά ακροατήρια:

          Στο λεξιλόγιο, το οποίο χρησιμοποιεί ο δάσκαλος αντίστοιχο κάθε φορά προς το γλωσσικό επίπεδο του ακροατηρίου του (των 8-10-12 χρόνων ή των 14-16-18), λεξιλόγιο για συγκεκριμένα πράγματα, πρόσωπα, καταστάσεις, ενέργειες ή λεξιλόγιο για αφηρημένες έννοιες και  διαδικασίες ·[Αλλο το «γράφω το όνομά μου στο χαρτί» - κίνηση ορατή -και άλλο το «εγγράφω την εικόνα εκείνη στη μνήμη μου»  -διαδικασία νοητή·  Αλλο η αδικία που διέπραξε ο Γιώργης εις βάρος του συμμαθητή του (ενέργεια συγκεκριμένη και ορατή),  άλλο η κοινωνική αδικία  που προκύπτει από τη διαφορετική  ποιότητα Εκπαίδευσης, την οποία διακρίνουμε  σε τούτη ή την άλλη περιοχή της πρωτεύουσας, διατύπωση γενικευτική και αφηρημένη και με κίνητρα - κριτήρια κοινωνικά διατυπωμένη].

          Η ποιότητα λόγου του εκπαιδευτικού διακρίνεται και κρίνεται γενικά  για τον τρόπο επικοινωνίας του  με το ακροατήριό του, όταν αυτός παρουσιάζει το διδασκόμενο αντικείμενο έτσι που να διευκολύνει τη μαθησιακή διαδικασία (εφόσον  διεγείρει το ενδιαφέρον και την προσοχή)  ή  όταν τη δυσκολεύει  προκαλώντας  αδιαφορία και υπνηλία[7].

          Τελευταία και κορυφαία στιγμή  όπου συνοψίζεται η ποιότητα παιδαγωγικής σκέψης - φρόνησης[8]- έκφρασης είναι εκείνη κατά την οποία ο δάσκαλος διατυπώνει κάποια «ανάθεση εργασίας» για το σπίτι ή διατυπώνει «θέματα εξετάσεων»,  για να αξιολογήσει την τελική επίδοση των μαθητών του και να κρίνει το παιδαγωγικό έργο που έχει επιτελέσει ο ίδιος. Στην περίπτωση τέτοιων ερωτήσεων / ασκήσεων η παιδαγωγική φρόνηση υποδεικνύει ερωτήματα που :

-         Ζητούν από το μαθητή να εκθέσει σωστά ό, τι έχει κατανοήσει και θυμάται από αυτά που του διδάξαμε,

-         Προτρέπουν το μαθητή να κρίνει αυτά που του διδάξαμε,

-         Τον ενθαρρύνουν να επινοήσει κάποια εφαρμογή ,

-        Ζητούν από το μαθητή να επιλύσει κάποιο πρόβλημα με βάση αυτά που του διδάξαμε,

-         Υποδεικνύουν σε αυτόν κάποια έρευνα, ένα βήμα πέρα από αυτά που του διδάξαμε.

 

Ερωτήματα του εκπαιδευτικού προς το ακροατήριό του, τα οποία  δεν εντάσσονται στα παραπάνω  πλαίσια, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σοφά,  αλλά δεν είναι εύκολο να κριθούν ως  έκφραση αρετών παιδαγωγικού λόγου[9],  αν μάλιστα δεν είναι κατανοητά.

Και είναι αυτονόητο ότι οι επιδόσεις των παιδιών /εφήβων  στα ερωτήματά μας αποτελούν το πιο βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση του έργου που επιτελέσαμε, για την ποιότητα του παιδαγωγικού λόγου μας, τη σαφήνεια και την κατανοητότητά του...

 

Ζ΄.  Επίλογος  προσωρινός[10].

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι στις αρετές του λόγου εγγράφονται στοιχεία μορφής του λόγου και περιεχομένου, στοιχεία κατανόησης και μετάδοσης, στοιχεία που εκφράζουν  γνώση / σοφία ή το ήθος εκείνου που ομιλεί ή γράφει, στοιχεία διαφώτισης ή συσκότισης και παραπλάνησης διαμέσου του λόγου στις ιδιωτικές σχέσεις των λογικών όντων ή στην κοινωνική - δημόσια, πολιτική δράση τους. Έτσι υπεισέρχεται η ανάγκη να  μιλήσουμε για κάποιες ειδικές αρετές του λόγου σε διάφορους τομείς υπηρετικούς της κοινωνίας. Ενδεικτικά προσθέτουμε δυο παραγράφους, για να γίνει αυτό το αίτημα  κριτήριο κατανοητό:

.α΄.  Απαιτούμενες ειδικές αρετές  του δημοσιογραφικού λόγου είναι, νομίζω, οι ακόλουθες:

·        Ακρίβεια στις ειδήσεις, πρώτα: τι ακριβώς έγινε.

·        Στην περίπτωση κριτικής  (ή υμνολογίας) παράθεση του κρινόμενου λόγου ( ή ακριβής παρουσίαση της κρινόμενης ή επαινούμενης πράξης).

·        Για την υπεράσπιση  μιας πολιτικής ή  προβολή  μιας ιδεολογίας αναγκαία είναι η καλύτερη δυνατή παρουσίαση και τεκμηρίωση των πραγμάτων, όχι οι ύβρεις κατά του αντιπάλου, αλλά οι συγκεκριμένες πράξεις του..

·        Στη δομή του λόγου και την πειστικότητα πιο πειστικά λειτουργούν τα ουσιαστικά παρά τα επίθετα,  εκείνα μάλιστα τα  επίθετα  που έχουν έντονο ιδεολογικό χρωματισμό.

 

 .β΄ Ο λόγος της λεξικογραφίας εγκλείει περισσή ευθύνη του συντάκτη:

- Να αποδίδει τη διαπιστούμενη σημασία των λέξεων,  όπως αυτή εμφανίζεται στον προφορικό και στο  γραπτό λόγο μιας κοινωνίας .

- Να αποδίδει το νόημα των λέξεων  (λημμάτων του Λεξικού) με κανόνες ορισμού και συλλογισμού[11] .

- Να προσφέρει δείγματα χρήσης των λέξεων για διευκόλυνση του αναγνώστη.

- Να υπηρετεί  τη λεξικογραφία με ειδική αίσθηση ευθύνης έναντι του χρήστη, που είναι συχνά εξαρτημένος  από αυτήν αποκλειστικά την πηγή για να δροσιστεί.  

- Να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην απόδοση όρων που εκφράζουν ίσως φιλοσοφία ζωής και επηρεάζουν ίσως τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του χρήστη.  Γιατί συχνά  η ανάγνωση ενός λήμματος σε Λεξικό λειτουργεί ως λήψη πιστοποιητικού ορθοέπειας και ορθής συλλογιστικής για τον αναγνώστη. (Για πολλούς  αναγνώστες η προσφυγή σε ένα Λεξικό είναι η μόνη πηγή ενημέρωσής τους  για το νόημα ενός όρου και η απάντηση  που παίρνουν από εκεί πιθανό να επηρεάσει  μονόπλευρα και μοιραία τη σκέψη και τις αποφάσεις τους, έστω και για μια περίοδο της ζωής τους).  Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτής τις λεξικογραφικής  ευθύνης παραθέτω τον ορισμό μιας λέξης από δυο Λεξικά ένα  επώνυμο αιωνόβιου σοφού  και ένα που δεν το ονομάζω, ώστε η κρίση  σας να μην επηρεαστεί από την επωνυμία (άλλωστε ο στόχος μας είναι να μελετήσουμε τα δείγματα, όχι να προσφέρουμε έπαινο ή να εκφράσουμε κριτική):

Ευδαιμονία (κατά το δεύτερο Λεξικό): «Η κατάσταση του  ανθρώπου που αισθάνεται ευνοημένος από την τύχη, η ευτυχία και μακαριότητα...».[12]

Ευδαιμονία (κατά το Λεξικό του αιωνόβιου Μαν. Κριαρά: «Η ευχάριστη και ήρεμη ψυχική διάθεση ανθρώπου (ιδίως του ενάρετου) ικανοποιημένου από τις πράξεις του...».

Ποιος ορισμός κρίνετε ότι σας εκφράζει;  Γιατί; 

Ανεξάρτητα  από την όλη δομή των δυο ορισμών, ποιος όρος νομίζετε ότι αρμόζει πιο πολύ στην περίπτωση αυτή: κατάσταση ή ψυχική διάθεση;

Ποια  νοοτροπία φαίνεται σε σας πιο εκφραστική και γοητευτική; Αυτή που εξαρτά την ευδαιμονία από την τύχη ή από τις αποφάσεις και πράξεις (ή παραλείψεις) του ανθρώπου;

Ποια νοοτροπία φαίνεται να καλλιεργεί, αν γίνει αποδεκτός τούτος ή εκείνος ο ορισμός;


 

[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 15ος , σελ. 112. όπου ειδικό κεφάλαιο για την Επέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων στην επαναστατημένη Ρωσία, ειδικά στην Ουκρανία, όπου προωθήθηκε και ελληνικό εκστρατευτικό Σώμα αποτελούμενο από περίπου 25.000 άνδρες.

[2] Jean  Haundry, Οι Ινδοευρωπαίοι, μετ. Αριστέας Παρίση, εκδ.«Καρδαμίτσα», σελ. 9.

[3] Για την έννοια της πληρότητας νομίζω αναγκαία μια διευκρίνιση: αν αφηγούμαστε κάποιο θέμα που εξελίσσεται σε χρόνο, αν περιγράφουμε κάτι που εκτείνεται σε χώρο, αν αναλύουμε  περιστατικό με εξέλιξη σε διαδοχικές φάσεις... θα έχουμε πληρότητα λόγου, εφόσον αφηγηθούμε αυτά που έγιναν από την αρχή ως το τέλος εκείνου του χρόνου, εφόσον δώσουμε περιγραφή εκείνου του χώρου από τη μια άκρη στην άλλη, εφόσον παρουσιάσουμε το περιστατικό από την έναρξη ως τη λήξη του.

[4] Για την αξία δόμησης των παραγράφων, που συνθέτουν ένα κεφάλαιο και το ολοκληρώνουν, και την αξία ολοκλήρωσης κάθε παραγράφου και μετάβασης από τη μια παράγραφο στην άλλη θυμίζω μια υποδειγματική και εύληπτη συγγραφή του Νίκου Γρηγοριάδη με τον απλό αυτό τίτλο: Παράγραφος.

[5] Υπάρχουν κάποιες ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στον πολιτικό και τον κοινοβουλευτικό λόγο που συνοψίζονται σε δυο προτάσεις:  ο πολιτικός λόγος απευθύνεται συνήθως στους ψηφοφόρους, συνήθως  προεκλογικά και με την ψυχολογία της ώρας εκείνης  (υποσχέσεις, προσδοκίες, κρίσεις, επικρίσεις ... ).

Με τον δεύτερο (τον κοινοβουλευτικό) απευθύνεται ο ομιλητής στους αντιπροσώπους όλης της κοινωνίας, για να νομοθετήσουν για τις μελλοντικές  συμπεριφορές αυτής της κοινωνίας. Η εισήγηση καταλήγει  σε εντολή  για τους πολίτες . 

[6] Με τη φράση «διαμόρφωση προσωπικότητας» αναφερόμαστε σε όλες τις ψυχικές δυνάμεις - δυνατότητες του ανθρώπου, οι οποίες εξελίσσονται και κατά τη χρονική περίοδο της σχολικής ζωής :

1)      αντίληψη - λογική σκέψη - ερμηνεία -  επινόηση -   διανοητική δράση,

2)      συγκίνηση - συναίσθημα - ευαισθησία - αξιολογική κρίση,

3)      επιθυμία - βούληση - απόφαση - δράση ή αδράνεια,  που επηρεάζει άλλους, ευεργετικά ή όχι,

4)      αίσθηση ευθύνης για την απόφαση - δράση.

Η προσωπικότητα διαμορφώνεται σταδιακά και η διαμόρφωση αυτή πιθανό να επηρεάζεται λίγο ή πολύ, άμεσα ή έμμεσα, από την επίδραση άλλων προσώπων (γονέων, δασκάλων, γειτόνων, λειτουργών της Εκκλησίας, ευρύτερης κοινωνίας, συγγραφέων, κινηματογράφου ...).

[7] Θυμίζω το περιστατικό κατά το οποίο κοιμήθηκε ένας ευφυής μαθητής την ώρα της διδασκαλίας «αδρανών ιδεών» εκ μέρους μου, το οποίο έχω αφηγηθεί σε Συνέδριο της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδας  (προσιτό σήμερα το κείμενο της εισήγησης στο site: www.voros.gr  με τίτλο: Για την Ψυχική Υγεία των Εφήβων από τη σκοπιά της Εκπαίδευσης

[8] Χρήσιμη φαίνεται στο σημείο τούτο η υπόμνηση ενός ορισμού για τη φρόνηση γενικά (όπως έχει διασωθεί στο απόσπ. 2 του Δημόκριτου): «Έστιν ουν φρόνησις τα τρία ταύτα: βουλεύεσθαι καλώς, λέγειν αναμαρτήτως και πράττειν α δει» (= Ειναι, λοιπόν, φρόνηση οι εξής τρεις ιδιότητες - λειτουργίες: το να σκέπτεται κάποιος σωστά, να εκφράζεται γλωσσικά άψογα, να ενεργεί αυτά που πρέπει).

[9] Μένει εύλογα το ερώτημα: Ποια είναι η πιο αποδοτική μορφή/ μέθοδος διδασκαλίας της γλώσσας; Νομίζω ότι όσα βιβλία διδακτικής / παιδαγωγικής έχω δει έχουν και ειδικό κεφάλαιο για τη διδασκαλία της γλώσσας.   Με ιδιαίτερη ενάργεια θυμάμαι το σχετικό κεφάλαιο  από το βιβλίο του David Fontanta, Η Ψυχολογία για Εκπαιδευτικούς, εκδ. «Σαββάλα». Και νομίζω για όλες/ όλους πιο προσιτό το άρθρο: Βήματα Γλωσσικής Παιδείας, στην ιστοσελίδα www.voros.gr

[10] Με το νόημα ότι κρίνουμε σκόπιμο να επανέλθουμε στο θέμα, για πληρέστερη ταξινόμηση και ανάλυση...

[11] Όπως οι κανόνες αυτοί διευκρινίζονται στα ειδικά συγγράμματα Λογικής και Μεθοδολογίας, π.χ. Θ. Βορέα, Β. Ν. Τατάκη, Ε. Π. Παπανούτσου,  Νικ. Σούλια κ.α.

[12] Είχαν, άραγε, οι συντάκτες συναντήσει το απόσπασμα (117) του Δημόκριτου: «Ανθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο  πρόφασιν ιδίης αβουλίης»;

 

 

Copyright © 2006F. K. Voros

url: www.voros.gr     e-mail:  vorou@otenet.gr

Τεχνική/Διαφημιστική Υποστήριξη: www.fora.gr

 

 
 

 

 
Κεντρική /Εισαγωγικό σημείωμα / Επικαιρότητα / Εκπαιδευτική διαδικασία / Παιδαγωγική / Διδακτική Πρακτική /Επιστήμη / Ιστορία / Φιλοσοφία / Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης/ Θέματα Γενικής Παιδείας/ Βιογραφικό / Ψηφιακή Βιβλιοθήκη / Επικοινωνία