Αρχοντικό Μανούση

Επιτοίχιες ανάγλυφες πλάκες στην είσοδο φέρουν τις χρονολογίες 1762 και 1763, που σύμφωνα με το Γεώργιο Λάιο είναι οι χρονολογίες έναρξης και ολοκλήρωσης κατασκευής του Αρχοντικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, το σπίτι έκτισαν οι γιοι του Κωνσταντίνου Μανούση, Γεώργιος και Θεόδωρος, (έμποροι στην Αυστροουγγαρία) και ενδεχομένως και ο πατέρας τους, αν ζούσε τότε[1]. Επόμενος ιδιοκτήτης αναφέρεται ο Δούκας Τζάτσας, από τον οποίο πέρασε στο γιο του, Μιλτιάδη Δουκίδη[2]. Για το Αρχοντικό αυτό η εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ αναδημοσιεύει στο φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1936 βεβαίωση του Αριστοτέλη Ζάχου με ημερομηνία 25 Απριλίου 1920 και τόπο την Αθήνα, στην οποία ο Αριστοτέλης Ζάχος λέει ότι του κίνησε το ενδιαφέρον το σπίτι του Μιλτιάδη Δουκίδη για το μέγεθος και την αρχοντική διάταξη καθώς και τον πλούτο των διαμερισμάτων του. Το αποτύπωσε με σχέδια και φωτογραφίες, όλα (μέσα-έξω), πόρτες, παράθυρα, πολύχρωμους υαλοπίνακες, φωτιστικές θυρίδες, και λόγω της μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας τα δημοσίευσε σε γερμανικό περιοδικό. Με βάση μελέτη που έκανε, βεβαιώνει ότι είναι ο κυριότερος τύπος αρχιτεκτονικών οικιών της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Μια τέτοια ενδιαφέρουσα μελέτη του Αριστοτέλη Ζάχου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Wasmuths Monatshefte für Baukunst. Jahrgang 1922-23/ H 7-8.

Το Αρχοντικό διατηρεί τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των Αρχοντικών της Σιάτιστας καθώς και πλήθος βιοκλιματικών χαρακτηριστικών. Είναι τριώροφο, αποτελείται από το ισόγειο, τον πρώτο και το δεύτερο όροφο και έχει κατώι μισοβυθισμένο στο έδαφος. Η κύρια όψη έχει προσανατολισμό νοτιοανατολικό και διαμορφώνεται σε σχήμα Γ με την κύρια είσοδο να βρίσκεται στη γωνία την οποία σχηματίζει το Γ, ώστε να προστατεύεται από τους βόρειους ανέμους, αλλά και να επιτηρείται από το χειμωνιάτικο δωμάτιο. Η τοιχοποιία του κάτω ορόφου έχει μεγάλο πάχος, περίπου ένα μέτρο, ώστε να εξασφαλίζει στο κτήριο καλή θερμομόνωση και φέρει λίγα ανοίγματα, ενώ ο πάνω όροφος είναι και με τσατμά και φέρει πολλά ανοίγματα. Το Αρχοντικό έχει τα βασικά χαρακτηριστικά της μακεδονικής αρχιτεκτονικής, που είναι τα σαχνισιά και το γείσωμα της στέγης. Στην πρόσοψη του σπιτιού, στον πάνω όροφο, έχουμε δύο σαχνισιά και πολλά παράθυρα, ενώ στο πίσω μέρος έχουμε ένα σαχνισί. Με τον τρόπο αυτό φωτίζεται το σπίτι και δημιουργούνται ρεύματα για δροσιά και αερισμό. Εξωτερικά, ξυλόγλυπτες καμπυλωτές δοκοί υποβαστάζουν τα σαχνισιά και καλοδουλεμένες σιδεριές ασφαλίζουν τα παράθυρα του κάτω ορόφου, ενώ τα παράθυρα του πάνω ορόφου κλείνουν με κιπέγκια και δεν έχουν παραθυρόφυλλα. Η πόρτα που οδηγεί από την αυλή στο εσωτερικό του Αρχοντικού είναι δίφυλλη, δρύινη και ενισχυμένη με θυροκάρφια, ενώ εσωτερικά ασφαλίζει με το διάδρομο (αμπάρα).

Μπαίνοντας υπάρχει η πλακόστρωτη μεσιά, απέναντι ακριβώς το κατώι και αριστερά το μαγαζί. Το κατώι φράσσεται με βαριά πόρτα, η οποία ασφαλίζεται εσωτερικά με διάδρομο (αμπάρα), όπως και η εξώπορτα. Το μαγαζί ασφαλίζει με γερή πόρτα και έχει πατάρι, καθώς χρησίμευε για την αποθήκευση  των προς πώληση εμπορευμάτων. Δύο σκάλες δεξιά και αριστερά οδηγούν στον πρώτο όροφο και στο ανώι αντίστοιχα. Ακολουθώντας τη δεξιά σκάλα βρισκόμαστε στον πρώτο όροφο. Στον πρώτο όροφο, στη μέση, υπάρχει πολύ εντυπωσιακά διακοσμημένος ο ηλιακός και δεξιά και αριστερά δωμάτια, κουζίνα και αποθηκευτικοί χώροι. Ο ηλιακός είναι υπερυψωμένος σε σχέση με το επίπεδο του ορόφου, ενώ πριν από αυτόν καθώς και πριν από τα δωμάτια του πρώτου ορόφου υπάρχει ανοιχτός διάδρομος, ο οποίος ξεπροβάλει προς τη μεσιά, σαν εσωτερικός εξώστης, και έφερε (τώρα είναι τα πιο πολλά κατεστραμμένα)  προστατευτικά κάγκελα. Στον ηλιακό και στους διαδρόμους διακρίνουμε παραστάσεις με σκηνές από την καθημερινή ζωή αλλά και θέματα με ποικίλους συμβολισμούς. Μια πολύ χαρακτηριστική συμβολική παράσταση που διακοσμεί έναν από τους λαμπάδες[3] του παραθυριού του ηλιακού είναι «Το όρνεον», με χρονολογία 1781. Σε μια άλλη παράσταση, στον πρώτο όροφο, στον αριστερό διάδρομο, απεικονίζονται σκηνές κυνηγιού στα Ελληνικά βουνά Όλυμπος και Κίσαβος και πάνω φυτικά θέματα, ενώ πάνω από μια πόρτα δωματίου είναι ζωγραφισμένη γυναικεία μορφή, που πιθανόν να απεικονίζει τη θεά Αθηνά. Επίσης υπάρχουν τοιχογραφίες στις οποίες ο ζωγράφος χρησιμοποίησε χαρτογραφικά πρότυπα με cartouche.Τα σχέδια αυτά πωλούνταν στις αγορές των ευρωπαϊκών πόλεων απ’ όπου τα αγόραζαν οι έμποροι και τα προμήθευαν στους ζωγράφους τους[4]. Στο χειμωνιάτικο δωμάτιο που βρίσκεται δεξιά και από το οποίο επιτηρείται και η κεντρική είσοδος του σπιτιού (ο Α. Ζάχος το ονομάζει ανδρίκιο) πάνω από τη μεσάντρα υπήρχαν φαρσώματα ζωγραφισμένα, στα οποία απεικονίζονταν όρη που έφερναν τις επιγραφές «ο Σνιάζικος, ο Κίσσαβος, ο Έλυμπος, το Βατοπέδιον, τα Όντρεα, ο Μπούρινος, τα Άγραφα». Στην παράσταση «Σνιάζικος» ο ζωγράφος ζωγράφισε σπίτι με σαχνισιά καθώς και έναν ψηλό πύργο, στοιχεία τα οποία παραπέμπουν στην πόλη της Σιάτιστας, η οποία είχε Αρχοντικά και πύργο από πολύ παλιά. Δυστυχώς μόνο δύο από τα φαρσώματα αυτά σώζονται πλέον, και αυτά σε άσχημη κατάσταση, καθώς τρία από αυτά που διατηρούνταν σε καλύτερη κατάσταση κλάπηκαν το καλοκαίρι του 2010, μαζί με τα «κανάτια» της μεσάντρας, ενώ άλλα δύο το καλοκαίρι του 2011. Στο Αρχοντικό Μανούση, όπως και σε άλλα Αρχοντικά της Σιάτιστας υπάρχουν κρυψώνες και υπόγειοι διάδρομοι, που πιστεύεται ότι οδηγούν έξω από το σπίτι. Στον επάνω όροφο του Αρχοντικού προεξέχει το αναγκαίον, το οποίο, πέρα από το ρόλο του αποχωρητηρίου που εξυπηρετούσε, ήταν και παρατηρητήριο και διέθετε και πολεμίστρες.

Με το Β. Δ. 15-10-1937 (ΦΕΚ 428/Α/23-10-1937) το Αρχοντικό χαρακτηρίστηκε διατηρητέο και αργότερα αποκτήθηκε από τον ΕΟΤ. Το 1999 με υπουργική απόφαση του υπουργού Εσωτερικών-Δημ. Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του υπουργού Ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ1777/Β/23-9-1999, παραχωρήθηκε για χρήση, για είκοσι πέντε χρόνια, χωρίς αντάλλαγμα, στο Δήμο Σιάτιστας, με σκοπό, μετά τις αναγκαίες εργασίες ανακαίνισης και διαμόρφωσης, να λειτουργήσει ως Μουσείο Γούνας - Εκθετήριο – Λαογραφικό Μουσείο, κάτι που ακόμα δεν έγινε. 



[1]Γ.Λάϊος, Η Σιάτιστα και οι εμπορικοί οίκοι Χατζημιχαήλ και Μανούση, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 150.

[2]Ο Μιλτιάδης Δουκίδης σε άρθρο του Κ. Κουρτίδη με τίτλο «Τα γράμματα εις την Αδριανούπολη επί Τουρκοκρατίας» στο Αρχείο Θρακικού Γλωσσικού και Λαογραφικού Θησαυρού τευχ. 6 (1939-40) σελ.128 αναφέρεται ως δάσκαλος στην Αδριανούπολη, ενώ αργότερα έχει τη θέση του τμηματάρχη του Δήμου Θεσσαλονίκης.

[3] Λαμπάδες ή παραστάδες, [παραστάδα, η = τετραγωνικού σχήματος κολόνα ή δοκός, ενσωματωμένη σε τοίχο, συνήθως δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κ.λπ.), ως στοιχείο στήριξης ή διακόσμησης. Ηλεκτρονικό λεξικό Τριανταφυλλίδη]. 

[4]Μένη Κανατσούλη, Με αφορμή μια τοιχογραφία στο Αρχοντικό Μανούση, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, τόμος 24ος, σελ. 188.

 

ΠΗΓΗ

Καλλιόπης Μπόντα-Ντουμανάκη, Από την Πολιτιστική Κληρονομιά της Σιάτιστας: ΙΙ. Εκκλησίες-Αρχοντικά-Δημόσια κτήρια.