γ΄.
Τα Μεγάλα Προβλήματα της Ελληνικής Κοινωνίας κατά την
περίοδο αυτή του Μεσοπολέμου: Προσφυγικό, Εργατικό,
Κοινωνικό-Πολιτικό (1922-1936 και 1936-40).
Ανάγκη να θυμηθούμε από τα προηγούμενα
κεφάλαια ότι:
Η προσφυγιά είχε αρχίσει από την
εποχή των Βαλκανοτουρκικών Πολέμων (1912-13),
συνεχιζόταν κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Πολέμου
(1914-18), όταν η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία
μετείχαν στον πόλεμο με συνεργασία προς τους δυο
αντίπαλους συνασπισμούς. Κορυφώθηκε η τραγωδία της
Προσφυγιάς μετά τη Μικρασιατική περιπέτεια - καταστροφή
(1919-22) και έγινε θέμα διεθνούς σύμβασης (30-1-1923)
στα πλαίσια των συζητήσεων που γίνονταν για τη συνθήκη
της Λοζάνης (1922-23), που υπογράφτηκε τελικά τις 24
Ιουλίου 1923.
Το εργατικό κίνημα απόκτησε
οργανωτική μορφή πανελλήνια το φθινόπωρο του 1918, όταν
ιδρύθηκαν: η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας
(Γ.Σ.Ε.Ε.) και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας
(ΣΕΚΕ), το οποίο σε επόμενο συνέδριό του μετονομάστηκε
σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.)
Στην Ελλαδική κοινωνία, που είχε
κοινωνικά προβλήματα πριν από τους πολέμους και είχε
βιώσει 12 χρόνια πολεμικού συναγερμού (1912-23) και 7
χρόνια έντονου πολιτικού Διχασμού (1915-22), προστέθηκε
ως κοινωνική τραγωδία η προσφυγιά, περίπου
1.300.000 άνθρωποι , που ξεριζώθηκαν από τις προαιώνιες
εστίες τους
, που εκδιώχτηκαν από εκεί, που αναζητούσαν στέγη για
ασφάλεια και εργασία στον ελλαδικό χώρο, που έφερναν
το δικό τους πολιτισμό και στα πλαίσια της
προσφυγικής τραγωδίας έκαναν κοινωνική - πολιτική
επιλογή ανάμεσα στα πιο μαχητικά κι ελπιδοφόρα
ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, ύστερα από μια περίοδο
κοινωνικής απομόνωσης και αποστροφής της ελλαδικής
κοινωνίας για τους πρόσφυγες.
Με την άφιξη των
προσφύγων ή ελλαδική κοινωνία αντιμετώπιζε το πολύ
δύσκολο πρόβλημα της συντήρησης, εγκατάστασης,
απασχόλησης και ταυτόχρονα με την παρουσία τους έλυνε
ένα πρόβλημα δημογραφικής ομογενοποίησης, ειδικά στις
βόρειες επαρχίες, στις οποίες κατέφυγαν ή προωθήθηκαν
περίπου 400.000 πρόσφυγες.
Ενώ παράλληλα αναχώρησαν, με τις
διαδικασίες Ανταλλαγής, εκατοντάδες χιλιάδες
Τούρκοι
και περίπου 60.000 χιλιάδες Βούλγαροι (με ανάλογη
συμφωνία Ανταλλαγής).
Μέσα σε λίγα χρόνια το ποσοστό ελληνικού πληθυσμού στη
Μακεδονία (μέσα στα σύνορα του 1913) από 42% ανήλθε σε
88%. Δυο μειονότητες μικρές και σε περιορισμένες ζώνες
απέμεναν ειρηνικά στον ελλαδικό χώρο: οι
Σλαβομακεδόνες στη Δυτική Μακεδονία,
στις παραμεθόριες περιοχές, και οι Τσάμηδες στη
Θεσπρωτία.
Επιπλέον, οι πρόσφυγες συσσωρεύτηκαν
ασφυκτικά γύρω από την αστική ελληνική κοινωνία της
Αθήνας (και του Πειραιά) και της Θεσσαλονίκης, όπου
πρόσφεραν φτηνά εργατικά χέρια και δημιούργησαν κέντρα
ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων έντονων για εκείνη την
εποχή, όταν η διεθνής ιδεολογική κίνηση του Σοσιαλισμού
μπορούσε να απλώνει τα φτερά της ελπίδας στους
εργαζόμενους όλου του κόσμου.
Και έφερναν οι πρόσφυγες στην ελλαδική κοινωνία όχι μόνο
πληθυσμιακή ενίσχυση και φτηνά εργατικά χέρια, αλλά και
πλουσιότερη εμπειρία από αυτή που είχαν οι γηγενείς
Ελλαδίτες στους διάφορους τομείς της τότε Οικονομίας:
γεωργικές καλλιέργειες, εμπόριο, βιοτεχνία, βιομηχανική
επιχείρηση- επιχειρηματικότητα.
Πάντως, με αυτά τα δεδομένα (της
δυστυχίας, της εμπειρίας, της προσφοράς, της ιδεολογικής
αναζήτησης και της ελπίδας) οι πρόσφυγες
αντιμετωπίστηκαν από τη ελλαδική κοινωνία με αισθήματα
συμπάθειας, δυσπιστίας, απαξίωσης, αποστροφής έως και
εχθρότητας. Οι ειδικοί μελετητές έχουν καταγράψει
συγκεκριμένα δείγματα αρνητικής στάσης της ελλαδικής
κοινωνίας έναντι των προσφύγων αδελφών.
Ο ΄Αλκης Ρήγος μεταφέρει ομολογία του Παν. Κανελλόπουλου
ότι... για τους πρόσφυγες «δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν
υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Το θυμούμαι και
ανατριχιάζω».
Και συνεχίζει ο ίδιος: «Οι άνθρωποι που μόλις είχαν
διασωθεί από την τουρκική σφαγή αποκαλούνταν
«τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι»....» Ο
εγκυρότερος αρθρογράφος του αντιβενιζελισμού, ο εκδότης
της «Καθημερινής» Γ. Βλάχος, σε άρθρο του στις παραμονές
των εκλογών του 1928 κάνει λόγο για «προσφυγική αγέλη».
Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς τους η
συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων είχε πολιτικά
αντιπαθήσει τους Κωνσταντινικούς (και μαζί το Λαϊκό
Κόμμα του Δ. Γούναρη), που τους θεωρούσαν υπαίτιους της
μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς. Και ως το
1930 είχαν την ελπίδα επιστροφής στις αλησμόνητες
-όχι
ακόμα χαμένες- Πατρίδες ή προσδοκούσαν κάποια
αποζημίωση, στα πλαίσια της αναμενόμενης «ανταλλαγής
περιουσιών». Αλλά το «Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και
συνεργασίας», που προώθησε ο Βενιζέλος το 1930,
τερμάτισε ειρηνικά και οριστικά τέτοιες προσδοκίες.
Μέσα στις νέες συνθήκες που αντιμετώπιζαν
γενικά οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου και οι πρόσφυγες,
ειδικά προς το τέλος της δεκαετίας του 1920, αφού είχαν
γνωρίσει και δυο δικτατορίες (Πάγκαλου και
Κονδύλη, 1925-26) και μια Οικουμενική Κυβέρνηση
(από 4 Δεκ. 1926 ως τα τέλη Ιουνιου 1928),
έδωσαν μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο
Βενιζέλο (εκλογές της 11 Αυγ. 1928) για μια τετραετία
(1028-32), την οποία οπαδοί και αντίπαλοι επαινούν για
διάφορα επιτεύγματα και επικρίνουν για ευδιάκριτα
ατοπήματα, κατά την εκτίμηση τους .
Για να κατανοήσουμε το κυβερνητικό έργο
της τετραετίας εκείνης, είναι σκόπιμο να θυμόμαστε και
μια ειδική πτυχή της ιδεολογικής - πολιτικής ατμόσφαιρας
της περιόδου εκείνης στο διεθνή και στον ελλαδικό
ορίζοντα:
Ο κεφαλαιοκρατικός κόσμος της Δύσης
(Κεντροδυτικής Ευρώπης και Αποικιών κα Αμερικής)
αντιμετώπιζε Οικονομική Κρίση (κυρίως κατά την τετραετία
1929-33). Σε διάφορες χώρες ακούγονταν φασιστικά
κηρύγματα ( στην Ιταλία είχε επικρατήσει ο Φασισμός
το 1922) ή κυοφορούνταν ανάλογα ως αντίλογος στο
Σοσιαλισμό,
που είχε επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση και προβαλλόταν
τότε ως ιδεολογική ελπίδα της ανθρωπότητας, άρα
απειλή για την αστική κοινωνία, τέλη της δεκαετίας του
1920 - αρχές της δεκαετίας του 1930.
Στον Ελλαδικό χώρο:
-
Το Κ.Κ.Ε. είχε
διαμορφώσει οργανωτικό πυρήνα σε όλη τη χώρα και
είχε ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή και είχε
κάνει μία κοινοβουλευτική παρουσία με τις εκλογές
του 1926.
-
Η ιδεολογία του
Σοσιαλισμού συγκινούσε κορυφαίους εκπροσώπους της
πνευματικής και ειδικότερα της εκπαιδευτικής
κοινότητας (ενδεικτικά θυμίζουμε τον Κ. Βάρναλη, τον
Δημ. Γληνό)
και έχουν ήδη αρχίσει διώξεις αριστερών για τα
πολιτικά φρονήματά τους.
-
Το εργατικό κίνημα
ολοένα πιο σταθερά πλησίαζε ιδεολογικά το Σοσιαλισμό.
-
Μέσα σε αυτή την
ατμόσφαιρα το Κόμμα των Φιλελευθέρων λησμονούσε
κάτι από το φιλελευθερισμό του και υποσχόταν
προεκλογικά κιόλας
την υποστήριξή του στην αστική τάξη, που ένιωθε να
απειλείται από τον Κομμουνισμό και το μαχητικό
εργατικό κίνημα της εποχής
Αλ. Κουτσούκαλης, Η πρώτη
Δεκαετία του ΚΚΕ (1918-28) εκδ. «Γνώση»,Αθήνα,
1979.
|