Το Σκοπιανό Ζήτημα:  Προσπάθεια ανίχνευσης των πηγών  σύγχυσης στην ιστορία  του, με την ελπίδα   αποκάλυψης της αβασιμότητάς του .

                                        

Για να κατανοηθεί  η  ιστορική αβασιμότητα της σύγχυσης που επικρατεί γύρω από το σκοπιανό ζήτημα σήμερα, είναι ανάγκη να ανατρέξουμε συνοπτικά στην Ιστορία της Μακεδονίας και στην εμφάνιση των λεγόμενων σήμερα Σκοπιανών «Μακεδόνων» (κατοίκων της  FYROM)[1].

            Οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν φτάσει στον ελλαδικό χώρο ως ένα εκ των φύλων  ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που αργότερα ονομάστηκαν Έλληνες[2] (Ίωνες, Δωριείς Αχαιοί, Αρκάδες...Μακεδόνες, έθνος Μακεδνόν κατά τον Ηρόδοτο, ιστορικό του ε΄ αι. π. Χ.) και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τα   ελληνικά φύλα που προαναφέραμε.[3]

            Με τις τότε συνθήκες επικοινωνίας δεν υπήρχε πολλή επικοινωνία μεταξύ του ελληνικού βορρά και του ελληνικού νότου τότε. Την εποχή όμως του μεγάλου αποικισμού  (8ο-7ο αι. π.Χ.) από τις παραλιακές πόλεις - κράτη του ελληνικού νότου (π.χ. Χαλκίδα, Μέγαρα...) έγιναν αποικισμοί και στα παράλια  της Μακεδονίας (π.χ.  στη Χαλκιδική / άποικοι από Χαλκίδα).

            Στις αρχές του ε΄αιώνα π.Χ. οι εκστρατείες των Περσών εναντίον των Ελλήνων έγιναν   δια θαλάσσης  (π.χ. με πλοία έφτασαν στον κόλπο του Μαραθώνα 490 π.Χ.) και δια ξηράς (από Μικρασία προς Θράκη - Μακεδονία - Θεσσαλία  ο Μαρδόνιος έφτασε ως τις Πλαταιές, 480-478 π.Χ. ).Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο Μαρδόνιος υποχρέωσε και το βασιλιά   της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α΄να συμπορευτεί μαζί του προς νότο. Την παραμονή λοιπόν της μάχης των Πλαταιών (478 π.Χ.)  ο Αλέξανδρος Α΄ βρισκόταν αναγκαστικά στο στρατόπεδο του Μαρδόνιου. Και όταν  οσμίστηκε ότι ο Μαρδόνιος ετοιμαζόταν να επιτεθεί το επόμενο πρωί στους Έλληνες του νότου, που είχαν στρατοπεδεύσει στις Πλαταιές, έφυγε λάθρα τη νύχτα  από το ένα στρατόπεδο και πήγε στο άλλο, των Ελλήνων του νότου, για να τους ενημερώσει και να μην αιφνιδιαστούν. Φαίνεται όμως ότι διατυπώθηκε από την πλευρά τους και κάποια υπόνοια (αφού είσαι με το Μαρδόνιο, τι να πιστέψουμε;). Η απάντηση του  Αλέξανδρου ήταν αποστομωτική:  «Έλλην καγώ ειμί το γένος το αρχαίον και ουκ αν εθέλοιμι δούλην ιδείν  την Ελλάδα»!  (αφήγηση του Ηρόδοτου).

Η περσική απειλή λειτούργησε ενωτικά για τους Έλληνες. Δώδεκα χρόνια νωρίτερα οι Αθηναίοι , αφού κέρδισαν τη μάχη του Μαραθώνα αποφάσισαν εκεί να θάψουν και τους νεκρούς της μάχης και στον τύμβο των νεκρών ανέγραψαν επίγραμμα, όπου για πρώτη φορά δήλωναν ότι ένιωθαν υπερασπιστές  των Ελλήνων γενικά. Έγραψαν: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν». Είναι η πρώτη φορά που οι  κάτοικοι μιας πόλης - κράτους (οι Αθηναίοι) προτάσσουν ως ευρύτερη φυλετική ενότητα το Έθνος των Ελλήνων.

            Τον επόμενο αιώνα οι πόλεις - κράτη (Αθήνα - Θήβα - Κόρινθος - Σπάρτη…) έχουν φθαρεί τόσο από προστριβές ανάμεσά τους και νιώθουν τόση ταπείνωση από την παρουσία των Περσών με την Ανταλκίδειο Ειρήνη (387 π.Χ.), ώστε να ακούνε ή να διαβάζουν ένα ρήτορα, τον Ισοκράτη,  που ευχόταν  και πρότεινε κάποιος Έλληνας να γίνει ηγεμόνας (ηγέτης) για όλους (λ.χ. ο Ευαγόρας της Κύπρου…) Αλλά αυτή η ευχή την ώρα εκείνη χρειαζόταν και πυγμή για να γίνει πράξη ενωτική. Αυτή την πράξη πέτυχε ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας κατ' ανάγκην με μία μάχη (στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, το 338 π.Χ.) και στη συνέχεια ο διάδοχός του  Αλέξανδρος ο Γ΄ (336-323 π.Χ.) με μία δεύτερη πράξη βίας πολεμικής (τιμωρία των Θηβαίων  που είχαν αποστατήσει). Αμέσως μετά ο Αλέξανδρος συγκαλεί Πανελλήνιο Συνέδριο στην Κόρινθο, όπου όχι μόνο τον αναγνώρισαν ως αρχηγό οι Πανέλληνες αλλά και αποφάσισαν μια εκστρατεία για τιμωρία των απρόκλητων και ενοχλητικών αντιπάλων, των Περσών.

            Αλλά, πριν πραγματοποιηθεί η εκστρατεία κατά  των Περσών, ήταν ανάγκη να ασφαλιστούν τα σύνορα του κράτους των Μακεδόνων προς βορρά. Ανεξάρτητα από το πού μπορεί να έφτασε με μια γρήγορη επιχείρηση ο Αλέξανδρος, ανεξάρτητα από το ότι είχε χτίσει  μια πόλη με το όνομά  του ο Φίλιππος (Φιλιππούπολη, στη σημερνινή Βουλγαρία), οι ιστορικοί δέχονται ότι  τα πραγματικά όρια του Κράτους των Μακεδόνων έφταναν λίγο βορειότερα από τα  σημερινά όρια  του ελληνικού κράτους, όπως αυτά ορίστηκαν με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (το 1913), για τα οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω. Τα όρια της  αρχαίας Μακεδονίας στις μέρες του Φιλίππου Β΄ και  Αλέξανδρου Γ΄ οι ειδικοί τα ορίζουν  με μια γραμμή που εκτείνεται λίγο βορειότερα από τα σημερινά  ελληνικά βόρεια σύνορα  με τη Γιουγκοσλαβία (σύμφωνα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, 1913) από τα Βιτόλια (Μοναστήρι) προς τη Στρώμνιτσα  και το Μελένικο (νοτιοδυτική Βουλγαρία).

            Όπως είναι γνωστό ο Αλέξανδρος Γ΄, γνωστός στην Ιστορία ως  Μεγαλέξανδρος (336 π.Χ.- 323 π.X.) πραγματοποίησε τη σχεδιασμένη από τον πατέρα του  εκστρατεία  κατά των Περσών, συνοδευόμενος  βέβαια από όλους τους Έλληνες του νότου εκτός από τους Λακεδαιμόνιους  (τους Σπαρτιάτες)[4]. Για την επιχείρηση αυτή δε θα κάνουμε λόγο εδώ, γιατί ο στόχος μας είναι να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις - τύχες της ιστορικής Μακεδονίας  από την Αρχαιότητα ως σήμερα στο Βαλκανικό χώρο.

            Και με την ευκαιρία σημειώνω  ότι επιχειρώ να αφηγηθώ την ιστορία σύμφωνα με μία αρχή που διαμορφώθηκε στη σκέψη μας ως υπηρεσιακή  εκπαιδευτική υποχρέωση στους καιρούς μας (να γράψουμε  δηλαδή ιστορία με τέτοια γλωσσική διατύπωση και επιστημονική τεκμηρίωση, ώστε να μπορεί να διαβαστεί  στην άλλη πλευρά των συνόρων)[5].

            Από την ιστορική εκείνη πορεία του Αλέξανδρου (και των Διαδόχων - Επιγόνων στα Ελληνιστικά Κράτη)  το πιο ορατό αποτέλεσμα  στους αιώνες που ακολούθησαν ήταν ότι στις μέρες του Χριστού  και των μαθητών του, των Αποστόλων , η ελληνική γλώσσα   που μιλούσαν οι Μακεδόνες είχε επικρατήσει τόσο στην εγγύς Ανατολή - περιοχή Λιβάνου, Παλαιστίνης / Ισραήλ, Αίγυπτο,  ώστε με αυτήν εκφράστηκαν οι Ευαγγελιστές για να  μεταβιβάσουν τη διδασκαλία τους μέσα  και έξω από τα όρια της πατρίδας τους.

            Ήδη όμως τότε η κοσμική εξουσία στη νότια Βαλκανική  (άρα και στη Μακεδονία) και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή (Μικρασία - Λίβανο - Συρία - Ισραήλ - Παλαιστίνη - Αίγυπτο) είχε περιέλθει στους Ρωμαίους.  Η Μακεδονία  (όχι πια  ως ιστορική επικράτεια, αλλά ως γεωγραφική - διοικητική περιοχή) ήταν  επαρχία ρωμαϊκή (provincia Macedoniae). Σε αυτά τα ιστορικά πλαίσια εγγράφεται και η Εγνατία οδός, από το Δυρράχιο ως τα Στενά του Ελλησπόντου.

            Το 330 μ.Χ. ο Ρωμαίος  αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, επιλεγόμενος Μέγας,  για λόγους που δε μας απασχολούν εδώ, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσά του από τη Ρώμη στην περιοχή του Βοσπόρου, αρχαίο Βυζάντιο (αποικία των Μεγαρέων), ως Νέα Ρώμη. Αλλά μοιραία επικράτησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη, από το όνομα του ιδρυτή.  Όταν αργότερα    το τμήμα αυτό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας  ονομάστηκε Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, είχε βέβαια  ως μια διοικητική περιφέρειά του και τη Μακεδονία (Θεσσαλονίκη - Μοναστήρι - Σκόπια) με την επωνυμία - τοπωνυμία: provincia Macedoniae.                                    

Η επικράτεια αυτού του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους απλωνόταν σε περιοχές γλωσσικά μάλλον εξελληνισμένες τόσο, ώστε ο Ιουστινιανός (527-65 μ.Χ.) αποφάσισε να καθιερώσει ως επίσημη γλώσσα νομοθεσίας  την ελληνική. Σε   ειδικό διάταγμά του   το 534 μ.Χ. γραμμένο στην ελληνική γλώσσα διευκρίνιζε: «Ου τη πατρώα γλώττη τον νόμον συνεγράψαμεν...αλλά τη κοινή τε και ελλάδι, ώστε γνώριμον είναι  τοις υπηκόοις»[6] (=Δεν έγραψα το νόμο τούτο  στην πατρική μας  γλώσσα -τη ρωμαϊκή- αλλά στην κοινή γλώσσα που έχει επικρατήσει, στην ελληνική, ώστε ο νόμος να είναι κατανοητός για τους υπηκόους, από την Αδριατική ως τη Μικρασία)..

Σαφέστατη διακήρυξη διπλή: μολονότι αισθανόταν ρωμαίος με πατρώα γλώσσα τη ρωμαϊκή (λατινική), διαπίστωνε ότι οι υπήκοοί του μπορούσαν να εννοήσουν καλύτερα το νόμο του όχι στη λατινική  αλλά  στην ελληνική. Και  από διοικητική σύνεση  θεωρούσε σωστό ο νόμος του να είναι κατανοητός από τους υπηκόους του, οι  οποίοι κατά την διαπίστωσή  του  στην πλειονότητά τους μιλούσαν και κατανοούσαν  ελληνικά. Και ανάμεσα σε αυτούς εννοούσε βέβαια και τους κατοίκους της διοικητικής περιφέρειας της Μακεδονίας (ως ελληνόφωνης περιοχής).

Η Ρωμαιοκρατία και το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος  έδωσαν και στους Έλληνες όλους την εθνική επωνυμία Γραικοί [7]. Αργότερα βέβαια οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν για την περίοδο αυτή τον όρο Ιστορία Βυζαντινή, που εκτείνεται χρονικά από τον Μέγα Κωνσταντίνο  (324-337 μ.Χ.) ως τον Κωνσταντίνο  ΙΑ΄ τον Παλαιολόγο (1448-1453), που έπεσε υπερασπιζόμενος την ιστορική κληρονομιά του.

Ο Μωάμεθ Β΄, αρχηγός τότε των Οθωμανών Τούρκων, πολιορκητής της Κωνσταντινούπολης (άνοιξη του 1453) είχε προτείνει στον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ τον Παλαιολόγο, τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου και υπερασπιστή της πολιορκημένης Πόλης, να παραδώσει την πόλη, να αποχωρήσει ανενόχλητος όπου ήθελε (π.χ. στην Πελοπόννησο) και  να σωθεί.   Η απάντηση που πήρε ο Μωάμεθ από τον τελευταίο Παλαιολόγο  ήταν γενναία, αρνητική, περήφανη: «Το δε  την πόλιν σοι παραδούναι ούτε εμόν εστί ούτε άλλου τινός των κατοικούντων εν ταύτη∙ κοινή  γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» [8]. Τελικά την 29η Μαΐου  « Η Πόλις εάλω», όπως κυκλοφόρησε τότε  η θλιβερή είδηση. Εκείνη τη μέρα έχουν εγγράψει  οι ιστορικοί συμβατικά ως τελευταία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ως εναρκτήρια  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια απλώθηκε σε όλη σχεδόν τη Βαλκανική υποδουλώνοντας τους λαούς της: Έλληνες, Αλβανούς, Σέρβους, Βουλγάρους, Ρουμάνους. Τα βόρεια σύνορά της έφταναν ως την Αυστρία, Ουγγαρία, Μολδαβία, τα δυτικά ως την Αδριατική και τα νησιά  του Ιονίου (όπου κυριαρχούσαν οι Βενετοί). Σε αυτή την Οθωμανική Αυτοκρατορία κάποιο διοικητικό διαμέρισμα (βιλαέτι)  κάλυπτε τη Μακεδονία (από Θεσσαλονίκη ως Μοναστήρι και περιοχή Σκοπίων), όπου ζούσαν και βουλγαροσλαβικοί[9]  πληθυσμοί. Οι πληθυσμοί αυτοί, όπως και οι Ελληνομακεδόνες της Μακεδονίας, διακινούνταν ως γεωργοί - κτηνοτρόφοι- πραματευτάδες, χωρίς εμπόδια κρατικών συνόρων, αφού δεν υπήρχαν σύνορα λαών μέσα στην Οθωμανική  επικράτεια ως τη γραμμή συνάντησής της με Αυστρία - Ουγγαρία- Προύθο - Μολδαβία στη βόρεια Βαλκανική. Συνέπεια αυτής της ελεύθερης διακίνησης των λαών / κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν και η δημιουργία δίγλωσσων πληθυσμών στις περιοχές όπου συναντιούνταν για λόγους οικονομικής δραστηριότητας (γεωργοκτηνοτρόφοι, τεχνίτες, μικροέμποροι).  

            Προς το τέλος του 18ου αι. η οικονομική άνθιση στον ελλαδικό χώρο (κυρίως στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας) και στις παροικίες (στην Αυστροουγγαρία, Μολδοβλαχία κ.α.) αλλά και η βελτίωση της εκπαιδευτικής  δραστηριότητας και ο  ιδεολογικός αναβρασμός (συνέπεια του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης του 1789-1893 και μετά) οδήγησαν τους Έλληνες  και  άλλους λαούς υπόδουλους (στην Οθωμανική αυτοκρατορία) από την ελπίδα απελευθέρωσης  με ξένη βοήθεια στην αυτοπεποίθηση ότι μπορούσαν και όφειλαν να ετοιμάζονται για Επανάσταση με τις δυνάμεις τους. Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να οργανώνουν οι Σέρβοι, οι Έλληνες, αργότερα άλλοι, απελευθερωτικά κινήματα. Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. με πρωτοβουλίες των βαλκανικών λαών ή και με επεμβάσεις άλλων ενδιαφερόμενων ευρωπαϊκών δυνάμεων  αναδύθηκαν ελεύθερα κρατίδια στη μεγαλύτερη έκταση της Βαλκανικής (Ελλάδα ως τη Θεσσαλία - ΄Αρτα, Σερβία, κυρίως η περιοχή Βελιγραδίου, Βουλγαρία, Ρουμανία). Το 1878 (ύστερα από το Συνέδριο του Βερολίνου) η Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βαλκανική είχε περιοριστεί σε μία γεωγραφική περιφέρεια  που εκτεινόταν από την Κωνσταντινούπολη ως την Αδριατική και περιλάμβανε: τη Θράκη - Μακεδονία - Ήπειρο πλην ΄Αρτας -Αλβανία - Σκόπια- Κοσσυφοπέδιο - Μαυροβούνιο. Και στις αρχές του 20ού αι. όλα  τα βαλκανικά κράτη οραματίζονταν απελευθέρωση  των περιοχών που προαναφέραμε και κυρίως διεκδικούσαν σχεδόν όλοι μερίδα από τη Μακεδονία, όπου ζούσαν πολλοί δίγλωσσοι πληθυσμοί και άρα άκουγαν σχεδόν όλοι οι Βαλκάνιοι να ομιλείται εκεί  και η δική τους γλώσσα  λίγο ή πολύ. (Ιδιαίτερα  έντονος  στο τέλος του 19ου αιώνα - αρχές του 20ου υπήρξε ο ανταγωνισμός Ελλήνων - Βουλγάρων, που προωθούσαν  με ένοπλες ομάδες στο Μακεδονικό χώρο[10], αλλά εδώ δε θα επεκταθούμε, γιατί δεν είναι τέτοιος ο στόχος μας.).

            Επιπλέον, τότε (αρχές του 20ού αι.)  οι διεθνείς  περιστάσεις είχαν οδηγήσει τη βρετανική  διπλωματία στο συμπέρασμα να μην ενδιαφέρεται πια για την «ακεραιότητα» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα έγιναν οι λεγόμενοι Βαλκανικοί Πόλεμοι (του 1912-13). Η κοινή επιδίωξη των Ελλήνων - Σέρβων - Βουλγάρων ήταν να διώξουν τους Οθωμανούς από τη Βαλκανική, η χωριστή επιδίωξη κάθε μιας από τις τρεις χώρες ήταν να καταλάβει όσο μπορούσε μεγαλύτερο κομμάτι του διοικητικού διαμερίσματος που λεγόταν Μακεδονία. Και δεν απέφυγαν δεύτερο πόλεμο αναμεταξύ τους (τον Ιούλιο  1913) για τη διανομή των εδαφών από όπου είχαν απομακρύνει τους Τούρκους. Τελικά, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) διαμορφώθηκαν τα σύνορα που γνωρίζουμε σήμερα. 

            Και επικράτησε να γράφουν οι ιστορικοί: Μακεδονία  Ελληνική, Μακεδονία Σερβική, Βουλγαρική Μακεδονία  (του Πιρίν), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η περιοχή που μοίρασαν ήταν εθνολογικά ενιαία, αλλά είχε κυρίως Έλληνες  στο νότο, κυρίως Σέρβους - Βουλγάρους στο βορρά, Βουλγάρους στην περιοχή του Πιρίν. Και δεν έλειπαν οι ανάμικτοι ή και δίγλωσσοι πληθυσμοί στις περιοχές των συνόρων. Πάντως, μετά τη διανομή του μακεδονικού χώρου, πολλοί κάτοικοι μετακινήθηκαν από την περιοχή όπου ζούσαν  προς τη χώρα που ένιωθαν μετά τη συνθήκη εθνικά γι' αυτούς πατρίδα (λ.χ. οι Έλληνες   από το Βουλγαρικό πια Μελένικο  έφυγαν[11] προς την Ελληνική Μακεδονία). Επίσης, έγιναν και διμερείς συμφωνίες  ανταλλαγής πληθυσμών. Λογουχάρη, με ελληνοβουλγαρική συμφωνία μετακινήθηκαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες από την Ανατολική Ρωμυλία (αυτόνομη επαρχία  υπό τουρκική επικυριαρχία, την οποία οι Βούλγαροι την προσάρτησαν  στο κράτος τους με πραξικόπημα το 1885)  προς την Ελλάδα και δεκάδες χιλιάδες Βούλγαροι  από την Ελλάδα προς τη Βουλγαρία.

Οι κάτοικοι της Σερβικής Μακεδονίας (1913) θεωρούνταν από τους Σέρβους  ότι ήταν κυρίως Σλάβοι, αλλά οι Βούλγαροι υποστήριζαν  από τότε και υποστηρίζουν και σήμερα ότι οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων ομιλούν βουλγαρική διάλεκτο, ότι έχουν βουλγαρική προέλευση, από την εποχή του Σαμουήλ (10ου  αι. μ.Χ.)[12]. Κατά συνέπειαν, η περιοχή των Σκοπίων, με πληθυσμό κυρίως σλαβόφωνο ή βουλγαρόφωνο και ουδέποτε εθνολογικά μακεδονικό , δεν μπορεί εθνολογικά να θεωρηθεί ιστορική συνέχεια της αρχαίας Μακεδονίας, ούτε της Βυζαντινής, ούτε της Οθωμανικής. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει κάποιοι Έλληνες - Μακεδόνες να έμειναν εκεί (ειδικά στην περιοχή Μοναστηρίου) και μετά το 1913 (συνθήκη του Βουκουρεστίου). Επίσης, στην Ελληνική Μακεδονία (εννοούμε στα σύνορα του 1913, που ισχύουν  και σήμερα)  είχαν μείνει μερικές χιλιάδες σλαβόφωνοι, που είχαν μια άλλη περιπέτεια οδυνηρή αργότερα: Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941-44 για τη περιοχή των Βαλκανίων) και του ελληνικού Εμφυλίου (1946-49) η περιοχή των Σκοπίων ή Σλαβική Μακεδονία ή Μακεδονία του  Βαρδάρη (επειδή από εκεί  πηγάζει και διαρρέει τη χώρα προς νότο ο ποταμός Βαρδάρης)  γνώρισε τις ακόλουθες φάσεις περιπέτειας:

-          Την άνοιξη του 1941 την περιοχή της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπίων κατέλαβαν οι Γερμανοί (και μαζί τους οι Βούλγαροι) προελαύνοντες προς την Ελλάδα. Και διοικητικά οι Γερμανοί άφησαν  την περιοχή στους Βουλγάρους, οι οποίοι άλλωστε, ένιωθαν ότι ο πληθυσμός εκεί ήταν βουλγαρόφωνος (συγγενικός), βουλγαρικής καταγωγής. «Τα βουλγαρικά στρατεύματα μάλιστα έγιναν δεκτά ως ελευθερωτές  και κατά το πρώτο στάδιο της Κατοχής εκδηλώθηκε έντονο  φιλοβουλγαρικό αίσθημα»[13].

-          Κατά τη διάρκεια της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής στη Σερβική Μακεδονία (Σκόπια) και την Ελληνική Μακεδονία οι αντάρτες του Τίτο (οι Παρτιζάνοι) αποκαλούσαν τους Σκοπιανούς Μακεδόνες, προφανώς για να τους δώσουν εθνική επωνυμία ως κίνητρο δράσης και τρόπο ενότητας (έθνος Μακεδόνων). Και προσπαθούσαν με την  ίδια εθνική επωνυμία να κινητοποιήσουν τους σλαβόφωνους της Ελληνικής Μακεδονίας, κάτι που ενόχλησε τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, γιατί οι σλαβόφωνοι του ελληνομακεδονικού χώρου δε θεωρούνταν κατ' ανάγκην σλάβοι ως προς την εθνική συνείδηση. Και η προσπάθεια των Παρτιζάνων  του Τίτο να προσελκύσουν τους σλαβόφωνους του ελληνομακεδονικού χώρου αποκάλυπτε προθέσεις άλλες, έξω από την αντίσταση στους Γερμανούς κατακτητές[14]. Αυτή η διατάραξη σχέσεων του ΕΛΑΣ προς τους Παρτιζάνους φαίνεται ότι επηρέασε αρνητικά την ιδέα δημιουργίας Κοινού Στρατηγείου Ανταρτών Βαλκανικής (το 1943). Και ο ΕΛΑΣ προσανατολίστηκε προς τη συνεργασία με το βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, για θέματα αντίστασης προς τους Γερμανούς[15] .

Για τις προσπάθειες που έγιναν από τότε (1943 και μετά) για ενίσχυση της εθνογένεσης μιας Μακεδονίας των Σκοπίων σε έδαφος γεωγραφικά ή διοικητικά θεωρούμενο «μακεδονικό» αλλά πληθυσμιακά - εθνικά - γλωσσικά σλαβικό ή βουλγαρικό δεν έχουμε  χώρο εδώ να δώσουμε στοιχεία. Μπορεί όποιος επιθυμεί να βρει αναλυτικά στοιχεία γραμμένα στο συλλογικό βιβλίο: Θάνου Βερέμη - Ιω.Κολιόπουλου- Ευαγγ. Κωφού - Πασχάλη Κιτρομιλίδη και Αλεξ Κιτροέφ, Εθνική ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα,έκδοση ΜΙΕΤ,  1977. Τίτλος του κεφαλαίου που έγραψε ο Ευ. Κωφός είναι: «Εθνική Κληρονομιά και Εθνική ταυτότητα στη Μακεδονία του 19ου και του 20ού αιώνα». Επίσης, στο βιβλίο του ΙΜΧΑ  (σημ. 13)

Σχετικά όμως με την πρόσφατη διπλωματική διένεξη -περιπλοκή και σύγχυση -  και τις συνεχιζόμενες συζητήσεις  ή αντεγκλήσεις νομίζω χρήσιμο να προσθέσουμε ότι η επίκληση του Συντάγματος μιας χώρας σε διεθνείς συνομιλίες (π.χ. Ελλάδας - Σκοπίων) δεν είναι επιχείρημα σοβαρότητας, γιατί τα Συντάγματα  ρυθμίζουν σχέσεις και υποχρεώσεις  στο εσωτερικό μιας κοινωνίας και επιβάλλουν συμπεριφορές στους κατοίκους της , δεν υποδεικνύουν ούτε επιβάλλουν λύσεις σε διαφορές με άλλες κοινωνίες!

Με αυτά τα συνοπτικά στοιχεία που δώσαμε νομίζω ότι μπορεί κανείς ήρεμα να συμπεράνει:

α΄.  Η FYROM ούτε γεωγραφικά - ιστορικά ούτε εθνολογικά - γλωσσικά είναι  Μακεδονία (με το νόημα ότι αποτελεί συνέχεια της Μακεδονίας του Φιλίππου, του Αλέξανδρου…).

β΄. Κάποια στοιχεία:  μια ζώνη μακεδονικής γης, κάποιοι σλαβόφωνοι Μακεδόνες και κάποιοι Έλληνες Μακεδόνες ζουν ως πολιτικοί πρόσφυγες  (από το 1949 - )   στην επικράτεια της FYROM, ύστερα  από την οδυνηρή περιπέτεια του ελληνικού Εμφύλιου (1946-49).  Και έφυγαν μόνοι, άλλοι για να αποφύγουν οδυνηρές περιπλοκές της εποχής, άλλοι ως νικημένοι και   κυνηγημένοι.

γ΄. Όλα αυτά μαζί δε  δικαιολογούν καλοπροαίρετη απόφαση των Σκοπιανών να διεκδικούν εθνική επωνυμία και ιστορία / πολιτισμική ταυτότητα Μακεδονίας. Αυτό δε γίνεται δεκτό  από την ελληνομακεδονική πλευρά και διαψεύδεται  από αδιάσειστα διπλωματικά - ιστορικά τεκμήρια  (που περιέχονται  στα δυο βιβλία έκδοσης ΙΜΧΑ  και στα κείμενα του Ευ. Κωφού,  τα οποία  μνημόνευσα πιο πάνω).

δ΄. Ούτε είναι συνετό στους καιρούς μας να διδάσκουμε παραποιημένη Ιστορία στα σχολεία για λόγους φαντασιακής εθνογένεσης. Επισημαίνω ένα πολύ  επίκαιρο βιβλίο που παρουσίασε στη Σόφια ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου πολύ πρόσφατα (την παραμονή της συνάντησης των Νατοϊκών στο Βουκουρέστι, αρχές Απρίλη 2008). Από τη σελ. 63 της αγγλικής μετάφρασης του βουλγαρικού βιβλίου αντιγράφω: «Teaching of history using textbooks which thoroughly falsify history and contain insulting qualificationssometimes bordering on open racism  should discontinue…» (διδασκαλία ιστορίας  στα σχολεία  με βιβλία που παραποιούν βαθιά την ιστορία και περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος γειτόνων πρέπει να σταματήσει…).[16]

      Αν όμως για την πορεία εθνογένεσής τους νιώθουν οι Σκοπιανοί γείτονες ειλικρινά  τόσο θαυμασμό για την ιστορική Μακεδονία (του Φιλίππου  Β΄ και του Αλέξανδρου Γ΄) και τόση επιθυμία να μάθουν τη γλώσσα της ιστορικής Μακεδονίας, γιατί σήμερα μιλούν σλαβοβουλγαρική γλώσσα, νομίζω ότι υπάρχει δρόμος ειρήνης και συνεργασίας:

Και τη γλώσσα των Μακεδόνων (ελληνική) να μελετήσουν και ως δεύτερη επίσημη γλώσσα τους να την αποδεχτούν.

Και τη Βεργίνα να επισκέπτονται με ευλάβεια για τον πολιτισμό που εκφράζει. Και  την  περιοχή της Μίεζας, έξω από τη Νάουσα, (όπου  λειτούργησε η Σχολή του Φιλίππου για τον Αλέξανδρο με δάσκαλο τον Αριστοτέλη και γλώσσα ελληνική…).

Και την Ιστορία της  ιστορικής Μακεδονίας να την ξαναδούν (αρχαία  περίοδο- ρωμαϊκή - βυζαντινή - οθωμανική...)[17].

Και τη διοικητική χρήση του όρου Μακεδονία σε διάφορες εποχές να την προσέξουν, ώστε να ανακτήσουν και σεβασμό για την ιστορική αλήθεια και για τον εαυτό τους[18].

Σχετικά με την ανακοίνωση του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών στις 8-9 /4/2008  περί Μακεδονικής  Εθνότητας και Μακεδονικής γλώσσας  (των Σκοπίων) εικάζω ότι όποιος έχει συντάξει τέτοια ανακοίνωση ή αγνοεί την Ιστορία ή συνειδητά μεροληπτεί και προκαλεί. Και στις δυο περιπτώσεις δεν μπορεί να μετέχει σε διαπραγματεύσεις ούτε ως συνομιλητής ούτε ως διαμεσολαβητής. Του ευχόμαστε καλή τύχη σε άλλη αποστολή. Αλλά σε σχέση προς την  άστοχη  αυτή  δήλωσή του θεωρούμε φρόνιμο και ευγενικό να του θυμίσουμε ένα έγγραφο του Υπουργείου του,  γραμμένο σε άλλη δύσκολη ώρα του Μακεδονικού χώρου (26 Δεκεμβρίου 1944, όταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ήταν ο Stetinius)  : «Το Υπουργείο παρατήρησε...Η Κυβέρνησή μας θεωρεί  οποιαδήποτε συζήτηση περί Μακεδονικού «έθνους», Μακεδονικής «Πατρίδας» ή Μακεδονικής «εθνικής  συνείδησης» ως αβάσιμη δημαγωγία, η οποία δεν ανταποκρίνεται σε  καμία εθνική  ή πολιτική πραγματικότητα και βλέπει στη σημερινή αναβίωσή τους ένα πιθανό κάλυμμα  των επιθετικών  διαθέσεων εναντίον της Ελλάδας[19].

Και μια πτυχή της παραμόρφωσης της Ιστορίας από το βιβλίο Μακεδονισμός (της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, εκδ. «Έφεσος», Θεσσαλονίκη, 2007). Σε αυτό η κ. Σταυρούλα Μαυρογένη έγραψε το κεφάλαιο Σχολικά Εγχειρίδια Ιστορίας της FYROM για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (έκδ. του 2005). Στη σελ. 63 μεταφέρει ένα δείγμα παραποίησης της Ιστορίας, που διδάσκουν οι Σκοπιανοί στην 8η τάξη του Δημοτικού (σε 14χρονα παιδιά). Μεταφράζει λοιπόν από το βιβλίο των Σκοπιανών:

«Κατά την εγκατάσταση των Σλάβων στη Μακεδονία, αυτοί συνάντησαν τους αρχαίους Μακεδόνες. Στην αρχή οι σχέσεις ήταν άσχημες, αλλά στην πορεία βελτιώθηκαν. Οι Μακεδόνες ήταν Χριστιανοί και με ανώτερο πολιτισμό. Σταδιακά άρχισαν να συνεργάζονται μεταξύ τους. Οι Σλάβοι για τη νέα τους πατρίδα αποδέχτηκαν το όνομα Μακεδονία και άρχισαν να ονομάζονται Μακεδόνες. Οι γηγενείς Μακεδόνες αποδέχτηκαν τη σλαβική γλώσσα,  αργότερα και  τη σλαβική γραφή. Υπολείμματα των αρχαίων Μακεδόνων είναι οι Βλάχοι». Δηλαδή, οι νεοφερμένοι Σλάβοι αυτοβαφτίστηκαν Μακεδόνες και οι γηγενείς Μακεδόνες από ευγνωμοσύνη έμαθαν τη γλώσσα τους, εγκαταλείποντας τη δική τους!...[20]

Με βαθύ θαυμασμό για την επιστημοσύνη  και επινοητικότητα των συγγραφέων,

                                                                  Φ. Κ. Βώρος, Ph. D.,   επίτιμος

                                                     Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου


 

[1] FYROM,  από τα αρχικά των λέξεων Former Yugoslavian Republic of Macedonia= πρώην Γιουγκοσλαβική  Δημοκρατία  της Μακεδονίας.  Η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε από το 1992, όταν διαλύθηκε η ενιαία Γιουγκοσλαβία.

[2] Το πότε θα το δούμε παρακάτω.

[3] Τα γραπτά μνημεία της Αρχαίας Μακεδονίας είναι τεκμήρια  αμάχητα. Ενδεικτικά σημειώνω και ένα βιβλίο: Γ. Μπαμπινιώτη, Η Γλώσσα της Μακεδονίας.

[4]  Μετά τη νίκη στο Γρανικό ο Αλέξανδρος τιμώντας και προβάλλοντας την αξία της ενότητας των Ελλήνων του βορρά και του νότου έστειλε το γνωστό ανάθημα (αφιέρωμα)  στην  Αθήνα (τις 300 ασπίδες)  με την αφιέρωση: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων...», όπως μας πληροφορεί ο Αρριανός.

[5] Διευκρινίζω ότι υπηρεσιακά, ως μέλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, είχα ειδικό έργο  τα βιβλία Ιστορίας για το Γυμνάσιο και  το   Λύκειο. Το 1982 ή 1983 σε έκτακτη Γενική  Συνέλευση της Unesco,  στο Παρίσι, έγινε συζήτηση για το πρόβλημα διδασκαλίας της Ιστορίας στη Γενική Εκπαίδευση των χωρών όλων. Ως εκπαιδευτικός εκπρόσωπος της χώρας μας, παρακολουθώντας και τις εκεί συζητήσεις και έχοντας υπόψη ποικίλα βιβλία της περιοχής μας,  έφτανα  στο κριτήριο που προμνημόνευσα: «Να διδάσκουμε την Ιστορία με βιβλία γραμμένα  με επιστημονική αλήθεια τεκμηριωμένη και γλώσσα νηφάλια, ώστε να μπορεί να διαβαστούν και στην άλλη πλευρά των συνόρων»

[6] Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α΄, κεφάλαιο ειδικό για τον Ιουστινιανό.

[7]  Αρχαιοελληνική η προέλευση του όρου. Και έτσι τους ονόμαζαν οι Ρωμαίοι: Graecos.

[8] Αυτό διασώζεται από έναν ιστορικό της ΄Αλωσης, το Γεώργιο Φραντζή.

[9] Να προσθέσουμε για όσους δεν το γνωρίζουν ή δε θέλουν να το θυμούνται ότι οι Σλάβοι είχαν φτάσει στην περιοχή από βορειοανατολική κατεύθυνση στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. και  οι Βούλγαροι  προς το τέλος του 7ου μ.Χ. αιώνα  είχαν εγκατασταθεί στο χώρο που φέρει την ονομασία τους.

 

[10] Ενδεικτικά σημειώνω μία παραπομπή σε ιστορικό σύγγραμμα γραμμένο με επιστημονική  νηφαλιότητα και τεκμηρίωση: Κ. Βακαλόπουλου, Μακεδονία, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 263, 274, 298, 304, 356, 396, 490.

[11] Μετακινήθηκαν, έφυγαν: τρόπος  έκφρασης με τόση νηφαλιότητα που προκαλεί  εύλογα  αγανάκτηση σε απογόνους εκείνων που αναγκάστηκαν να φύγουν μέσα σε κλίμα διώξεων  και τρόμου για να σωθούν. Ενδεικτική βιβλιογραφία: Αντώνης Μιχ. Κολτσίδας, Ιστορία του Μελενίκου, η διαχρονική πορεία του Ελληνισμού.

Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη.

[12] Την εκδοχή βουλγαρικής γλώσσας στην περιοχή των Σκοπίων έχει διατυπώσει  και ο καθηγητής γλωσσολογίας Ν. Ανδριώτης    σε σχετικό βιβλίο του.

[13] ΙΜΧΑ, Η Επεκτατική Πολιτική των Σκοπίων (Συλλογή Εγγράφων) σελ. 14 και παραπομπή στα έγγραφα 2-4.   Πολλές άλλες λεπτομέρειες και προσπάθειες παραποίησης της εθνολογικής εικόνας της Μακεδονίας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Αλέκου Παπαϊωάννου, Το Μακεδονικό Ζήτημα και  το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα 1918-1939 (εκδ. «Θεμέλιο», 1992).

[14] Αναλυτική αφήγηση αυτής της ιστορίας έχει δώσει ο Ευ. Κωφός στο βιβλίο: Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, επιμ. Γ. Κολιόπουλος και Γ. Χασιώτης , τ.2ος, σελ. 246-291. Επίσης στη μελέτη του , την οποία μνημονεύουμε στην επόμενη παράγραφο.

[15] Θαν. Χατζή, Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, εκδ. «Δωρικός» τ. 2ος σελ. 220-225.

[16] Ο τίτλος του βιβλίου είναι Bulgarian Policies on the Republic of Macedonians (των Σκοπιανών)  και συνοδεύει το βουλγαρικό βιβλίο  μετάφραση αγγλική.

Τμήμα  του βιβλίου αυτού (την αγγλική  μετάφρασή του) μου πρόσφερε προθυμότατα  - με τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας- ο καθηγητής Ιστορίας (του Α.Π.Θ.) κ. Ιακ. Μιχαηλίδης, μόλις άκουσε το αίτημά μου, την αναζήτησή μου, με ένα τηλεφώνημα. Ο ίδιος έχει γράψει - για το θέμα που εδώ με απασχολεί- περισπούδαστο κεφάλαιο στον τόμο Μακεδονισμός (της Εταιρείας  Μακεδονικών Σπουδών). Και για τα δυο θερμά τον ευχαριστώ.

[17] Από την πλευρά μου (με κριτήρια μοναδικά την επιστημονική ουδετερότητα  και την επιδίωξη αποδοχής κειμένου στην άλλη πλευρά των συνόρων) περιορίζομαι να σημειώσω κάποια λήμματα βιβλιογραφίας (πέρα από εκείνα του Ευ. Κωφού και του Αλέκου Παπαπαναγιώτου που έχω μνημονεύσει):

Ζωρζ Καστελάν, Η Ιστορία των Βαλκανίων, εκδ. Γκοβόστη (1991).

Φ.Κ.Βώρου, «Το Μακεδονικό Ζήτημα  των γειτόνων μας», περιοδ. «Εκπαιδευτικά», τ. 21 (1991).

Και ένα σχολικό βιβλίο: History for the Eighth Class of the Unified Secondary Polytechnical Schools, Translated by Gocho Chakalov and Spass Nikolov, State Publishing House, Sofia 1984 pp.47-

[18] Μπορούν βέβαια να δουν και κριτική για την ιστορική παιδεία τους στο βιβλίο του ΙΜΧΑ, Μακεδονισμός: Ο Ιμπεριαλισμός  των Σκοπίων 1944-2006,  εκδ. «Έφεσος», 2007, 229 σελίδες μεγάλου σχήματος

[19] Από το βιβλίο : The Foreign Relations of the United States, 1945, τόμος VIII σελ. 302-303.   Το κείμενο που παραθέσαμε περιλαμβάνεται ως έγγραφο στη σελ. 47 του βιβλίου του ΙΜΧΑ Η Επεκτατική Πολιτική των Σκοπίων: Συλλογή Εγγράφων (1934-1992), Θεσσαλονίκη 1993 (με επιμέλεια των Β. Κόντη, Κυριάκου Κεντρωτή, Σπ. Σφέτα, Δ. Στεφανίδη).

[20] Οι Σκοπιανοί γείτονες  που επιθυμούν να λέγονται Μακεδόνες δε θα ήταν φρόνιμο και ευγενικό να μάθουν τη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων (δηλαδή Ελληνική);