Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη-Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της.

Τα ανέκδοτα της Λευτέρως

 

    «Πρωτοχρονιάτικο δώρο»

 

 Στη δεκαετία του '40 , με το ανεπανάληπτο Έπος, τα ζοφερά χρόνια της Κατοχής, το αιματηρό τίμημα της Αντίστασης κατά των κατακτητών και τον Εμφύλιο που ακολούθησε με την απέραντη δυστυχία κι όλα τα δεινά των πολέμων που έζησαν, η οικογένεια της Λευτέρως και του μπαρμπα Χαρίση, όπως και όλων των Σιατιστινών, έδειξε αφάνταστη αντοχή και ιώβεια υπομονή. Με το τέλος του Εμφυλίου μετρούσαν τις πληγές και προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο τους με απαράμιλλο θάρρος και τεράστια δύναμη ψυχής.

Πλησίαζαν οι πρώτες μεταπολεμικές γιορτές του Αγίου Δωδεκαημέρου του 1950. Σαν καλές μάνες και νοικοκυρές οι δυο υποδειγματικές συννυφάδες, η Λευτέρω κι η Αργύραινα, μηχανεύονταν τρόπους, για να τις περάσουν όσο γίνονταν καλύτερα με τις οικογένειές τους και  για το «πώς θα χαίρονταν κάπως παραπάνω», όπως έλεγαν.

Καινούργια ρούχα και παπούτσια δε μπορούσαν ν' αγοράσουν ούτε για τα παιδιά. Ίσως κάτι έπρεπε να κάνουν για τα μεγαλύτερα, όσο για τα μικρότερα πάλι θα περνούσαν  με ό, τι απέμεινε σε καλή κατάσταση από τα μεγαλύτερα αδέρφια τους. Μια και δεν ήταν δυνατό να αποχτήσουν κάτι καινούργιο για τον καθένα προσωπικά, αποφάσισαν να πάρουν κάτι για το νοικοκυριό των σπιτιών τους, που θα το χρησιμοποιούσαν όλοι.

Όμως, τι να πρωτοπάρουν;... Οι ελλείψεις πάμπολλες και οι ανάγκες επιτακτικές.

Στο τζαμλίκι, που ήταν στη μεσιά της Αργύραινας, φυλάγονταν σαν κόρη οφθαλμού, τα γυαλικά που χρησιμοποιούσαν στα  'πισμόημερα , κάθε φορά που ήθελαν να περιποιηθούν και να φιλοξενήσουν  κάποιον επισκέπτη, αλλά και σ' όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς τα δάνειζαν η μια νοικοκυρά στην άλλη, «για να φανεί ασπροπρόσωπη». Στο πρώτο ράφι απ' το τζαμλίκι  φάνταζε το σερβίτσιο του καφέ με όλα κι όλα τα τεμάχιά του:  3 πιατάκια και 2 φλιτζάνια, το ένα απ' αυτά  μάλιστα  κολοβό. Με τις αρχές του φθινοπώρου, που άρχισαν τα κρύα και  και οι κότες γεννούσαν αραιά και πού ,    αναγκάστηκε μια μέρα η Αργύραινα να πάρει το αυγό που άφηναν για προσφώλι   στη φωλιά  που κάθονταν και γεννούσαν οι κότες και για να τις ξεγελάσει έβαλε το κολοβό φλιτζάνι . Έτσι στο ράφι έμεινε ένα και μοναδικό.

Στο μεγάλο τους ερωτηματικό τι να αγοράσουν για το καλό του νέου έτους αποφάσισαν να πάρουν φλιτζάνια του  καφέ κι ας έλειπαν τόσα άλλα.

-«Έχουμι κι κουρίτσι   ιια παντρά» είπε η Αργύραινα. «Θ' απουμείνουμι μύθους αν ερθει   ου γαμπρός κι δεν έχουμι ούτσι φλιτζιάνι ιια τουν καφέ του».

Η Λευτέρω συμφώνησε κι ανέλαβε τα υπόλοιπα. Όσες φορές μπαινόβγαινε στο εμπορικό μαγαζί του Γιαννακού τα μάτια της έπεφταν σ' ένα κουτί με 12 φλιτζάνια και 12 πιατάκια του καφέ πανέμορφα, με χρυσή ρίγα στα χείλη, στο χερούλι του φλιτζανιού και στο πιατάκι. Τα 'βαλε στην καρδιά της. Τώρα ήρθε η ώρα να μάθει και πόσο κάνουν. Ρώτησε το θείο της το Γιαννάκη, που ήταν και το μεγάλο αφεντικό, γιατί τα νούμερα που ήταν γραμμένα στο καπάκι του κουτιού μόνο αυτός μπορούσε να τα αποκρυπτογραφήσει και να της απαντήσει.

Όταν άκουσε την τιμή η Λευτέρω έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ούτε συζήτηση για ν' αποχτήσουν τη ντουζίνα ολόκληρη. Έφυγε για το σπίτι. Στο δρόμο έβλεπε τα φλιτζάνια μπροστά της να λάμπουν, λες κι ήταν φτιαγμένα από φίλντισι. Ζορίστηκαν πολύ οι δυο νοικοκυρές και τελικά αποφάσισαν να πάρουν μόνο τα έξι. Έβαλε τα μισά λεφτά η Λευτέρω και άλλα τόσα η Αργύραινα. Σε λίγο το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα. Μα προέκυψε άλλο πρόβλημα. Πώς να τα μοιράσουν, αφού τα  αγόρασαν από κοινού;

-«Να παρεις ισύ τα πιατάκια, Αργύρινα, να κιρνάς κι του γλυκό απού καμιά φουρά, κι ιγώ θα πάρου τα φλιτζιάνια. Κι όταν μας χράζουντσι, να τ' ανταμώνουμι»,  είπε χαρούμενη η Λευτέρω. Έτσι κι έγινε.

Γέμισε το τζαμλίκι της Αργύραινας πανέμορφα πιατάκια  κι η Λευτέρω χτύπησε έξι καρφάκια στην πιατοθήκη στο κελάρι της και κρέμασε τα φλιτζάνια απ' το χερούλι. Πανευτυχείς καμάρωναν κι οι δυο, δόξαζαν το Θεό κι έλεγαν:

«Θα τα 'χουμι ινθύμιου. Τ' αγόρασάμι τα σούρουβα του 1950».  Ήρθε και η Πρωτοχρονιά του 1951.

Για το καλό του χρόνου τήρησαν όσο μπορούσαν τα έθιμα και επιπλέον έψησαν καφέ, τον σέρβιραν και εγκαινίασαν το καινούριο σερβίτσιο προσφέροντας για πρώτη φορά στους άνδρες τους.

«-Χαϊρλίθικα τα φλιτζιάνια σας, να κιράσουμι κι τους  συμπιθιροί», ευχήθηκαν κι οι δυο τους μ' ένα στόμα. Η ευχή τους έπιασε. Εκείνη τη χρονιά αρραβώνιασαν την Τασούλα της Αργύραινας, όμορφο και καλοσυνάτο κορίτσι, και πήραν και καλό γαμπρό από τη Χώρα.

-«Ήταν τσυχιρά τα φλιτζιάνια μας», έλεγαν και ξανάλεγαν οι συννυφάδες και γελούσαν με την καρδιά τους.

  Πέρασε αρκετός καιρός  κι ήρθαν επισκέπτες στη Λευτέρω. Περιποιητική, όπως ήταν πάντα, τους έψησε καφέ, τον σέρβιρε στα φλιτζάνια με μπόλικο καϊμάκι κι έτρεξε να φέρει και τα πιατάκια. Μα η Αργύραινα για πρώτη φορά τα είχε κλειδωμένα στο τζαμλίκι και –το δυσκολότερο-  έλειπε κι απ' το σπίτι. Έψαξε η Λευτέρω όπου χωρούσε το μυαλό της, μήπως και βρει το κλειδί, μα τίποτα, Απελπισμένη και καταστενοχωρημένη αναγκάστηκε να προσφέρει τον καφέ χωρίς τα πιατάκια και χωρίς δικαιολογία για το γεγονός. Όταν με το καλό έφυγαν οι επισκέπτες και γύρισε στο σπίτι αμέριμνη η Αργύραινα, τ' άκουσε χύμα και τσουβαλάτα απ' τη Λευτέρω.

«-Μαρ', ιβλουιημένη, τσι σου 'ρθιν κι κλείδουσις του τζιαμλίκι. Δε σκέφηκις άμα μ' χρακστούν τα πιατάκια; ΄Ιινκα δυο παράδις στουν καλό τουν κόσμου που  μου'ρθιν . Πού καϊπιώθηκις,   χουρίς να ξιέρου, πού παϊαίνειτς;…»

Είπε… είπε η Λευτέρω και ξερήχανε. Κάποια στιγμή δειλά-δειλά προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Αργύραινα, μα τζάμπα τα 'λεγε τα λόγια της.

«-Δεν είδις, Λιφτσιέρου, του βάζου μι του γλυκό που'χα κλειδουμένου μέσα, ιια να μη μου του κιραστούν τα ουρσούσικα τα μικρα  μας κι δεν έχου να ξιαντρουπιαστώ στσις  καλιές τσις μέρις; Του κλειδί του'χα παραδίπλα, μέσα στου εικουνουστάσι. Ας τ' άνοιγις…

Κι ιια πε μου κι τ' άλλου. Ισύ μι τα φλιτζιάνια καλά τα κατάφιρις κι κέρασις τουν καφέ! Αν έρχουνταν σι μένα κόσμους κι είχις, ισύ κλειδουμένου του κιλάρι  σου, πώς θα ίπιναν τουν καφέ; Απ' τα πιατάκια μου

Για πολλή ώρα είπαν αρκετά και δικαιολογημένα κι αποφάσισαν να κάμουν άλλη μοιρασιά τώρα.

-«Τρία  φλιτζιάνια κι τρία πιατάκια ισύ στου κιλάρι σου κι τρία φλιτζιάνια  κι τρία πιατάκια ιγώ στου τζιαμλίκι μου κι όταν μας χράζουντσι παραπάνου,θα τ' ανταμώνουμι», πρότεινε η Αργύραινα.

Αυτή τη φορά, ομολογουμένως, έγινε δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Πάντα οι δυο «σοφές» συννυφάδες έβρισκαν λύσεις και αντιμετώπιζαν από κοινού τα τόσα προβλήματα της ζωής τους με αγάπη περισσή και αλληλοκατανόηση, που σήμερα, δυστυχώς, σπανίζουν στις περισσότερες συννυφάδες του κόσμου.

 

Η υπογράμμιση   λέξεων  όπως π.χ.  παιρνει δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων. Η μερική αποσιώπηση του τελικού άτονου φθόγγου "ι", εδώ -ει-,  δηλώνεται με το -ει-  που γράφεται πάνω δεξιά.

Γράφει η κ. Aννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη

 και επιμελείται φωνολογικά  ο κ. Ελευθέριος Κουφογιάννης