Δυο λόγια για την «κυρία» (Ευρυδίκη Δάρδα)

 

Πέρασαν κάπου τριάντα πέντε ημέρες, αφότου, σέρνοντας βαριά τα βήματά μας, μαζευτήκαμε συγγενείς, γείτονες, Σιατιστινοί, φίλοι, συνάδελφοι, μαθητές και μαθήτριές της να ξεπροβοδίσουμε την καλή μας « κυρία ». Να της ευχηθούμε το καλό κατευόδιο.

Αν και όσα ειπώθηκαν μετά το πέρας της εξόδιας ακολουθίας στον ΄Αγιο Νικόλαο, απέδωσαν με πληρότητα και γλαφυρότητα την προσωπικότητα και την ιστορία της Ευρυδίκης Δάρδα, θα ήθελα, ωστόσο, όχι από υποχρέωση, αλλά από δική μου ανάγκη, ως στενός συνεργάτης της κατά την τελευταία θητεία της στη Σιάτιστα (1979-1982), να καταθέσω μ' αυτό το σημείωμα κάποιες προσωπικές μαρτυρίες.

Ζήσαμε μια διευθύντρια του σχολείου, του ενιαίου Γυμνασίου αρχικά, του Λυκείου αργότερα, με υψηλή αίσθηση ευθύνης για τη θέση της, για το εκπαιδευτικό έργο και για τη Σιάτιστα.

Ο όρος Τραμπάντζειο Γυμνάσιο είχε μέσα της μια ιερότητα κι έπεφτε βαρύς στους ώμους της. Μια προσταγή μέσα της καθόριζε το κάθε της βήμα και πάσχιζε με επιτυχία και με τη διδασκαλία και με την εν γένει στάση της να προσφέρει αντίδωρο στους μαθητές της για ό,τι αυτό πρόσφερε και στην ίδια και στην κοινωνία της πόλης και της περιοχής, για την προκοπή του οποίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο.

Όλες της, λοιπόν, οι ενέργειες αποσκοπούσαν στο πώς με την προσωπική της συνεισφορά θα προσθέσει κάτι στο σχολείο και πώς η λειτουργία του θα είναι εύρυθμη. Πώς θα δείξει στα παιδιά το δρόμο της δουλειάς. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως την παραμονή της συνταξιοδότησής της με τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη στο χέρι μπήκε για μάθημα στην Γ' Τάξη και πως την επόμενη, τελευταία μέρα της στο σχολείο, μετά από ένα γεμάτο ζεστασιά αποχαιρετισμό της στους μαθητές - είχε το χάρισμα του ζεστού λόγου, προφορικού και γραπτού- και μέσα σε μια ατμόσφαιρα, στην οποία διαχεόταν εκλεκτή συγκίνηση και σε μαθητές και σε καθηγητές, με έκπληξη ακούσαμε την προτροπή της: «συνάδελφοι, το κουδούνι χτύπησε, τα παιδιά περιμένουν».

Εξαιτίας αυτής, βέβαια, της σοβαρότητας και υπευθυνότητας που αντιμετώπιζε το έργο της έδειχνε μια επίφαση αυστηρότητας, που, ίσως, την αδικούσε, γιατί δεν εξέπεμπε την πραγματικότητα. Εμείς, όμως, ζήσαμε τη ζεστασιά, την καλοσύνη, την περίσσια αγάπη που απλόχερα πρόσφερε στους μαθητές της, χωρίς να χαϊδεύει τα αφτιά, χωρίς λαϊκισμούς και δημαγωγίες. Ήξερε καλά το ρόλο της ως παιδαγωγού. Ήξερε και το χάδι και τον επικριτικό λόγο. Γι' αυτό πίσω από το αυστηρό προσωπείο προς τους μαθητές, που τους έβλεπε σαν παιδιά της, κρυβόταν ένα άλλο πρόσωπο, μια τρυφερότητα, μια αγαθή ύπαρξη που αγκάλιαζε τις στρατιές των μαθητών της, τα παιδιά των φίλων της, τα παιδιά όλων μας.

Και σε μας τους συναδέλφους έστεκε με αγάπη και κατανόηση για τα προσωπικά ή οικογενειακά μας προβλήματα και είχε τη δυνατότητα να μας βλέπει όλους στα μάτια, δεδομένου ότι ο λόγος της ήταν καθαρός και ίσιος.

Η διακριτικότητα, τέλος, στις κοινωνικές της σχέσεις, η δικαιοσύνη, η ακριβή της αξιοπρέπεια και η ευαισθησία της σε καθετί που λέγεται ανθρώπινος πόνος και μοίρα ανθρώπου στην κοινωνία της Σιάτιστας ήταν μερικά ακόμη γνωρίσματά της. Χαιρόταν πολύ για κάθε θετικό βήμα στη Σιάτιστα και πικραινόταν αφάνταστα για καθετί που, κατά τη γνώμη της, προσέκρουε στο ήθος του Σιατιστινού.

Σ' αυτήν, λοιπόν, τη Σιάτιστα, για την οποία με τόση περηφάνια μιλούσες, ανηφόρισες στις 8 του Φλεβάρη και ήρθες. Ήρθες αλλά όχι για να μείνεις. Μα προτού φύγεις οριστικά, πέρασες για τελευταία φορά από το Σχολείο σου. Η τελευταία σου πράξη προς αυτό. Ο αποχαιρετισμός. «Κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις» θα πει ο ποιητής.

Και τώρα, κυρία, κοιμήσου τον ύπνο του δικαίου. Αναπαύου εν ειρήνη, μακριά από όλους μας. Μακριά ακόμη και από το άγρυπνο μάτι της Νίνας σου. Αναπαύου εν ειρήνη, καθώς στο ερώτημα του ποιητή «τι μένει» από το πέρασμα του ανθρώπου ο λογαριασμός για σένα θα αποφέρει πλούσια σοδειά. Γι' αυτό θα καμαρώνεις από εκεί ψηλά, από το υπερπέραν και θα νιώθεις περήφανη για τους καρπούς του έργου σου.

Ακριβή μας κυρία, να 'ναι ελαφρύ το χώμα της πόλης που σε αγκαλιάζει.

  

Πολύζος Αλέξανδρος

Θεσσαλονίκη, Μάρτης 2005

 

 

επιστροφή